-
1 κηλειος
-
2 κηλεος
См. также в других словарях:
κήλειος — κήλεος burning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ … Dictionary of Greek