-
1 καταρσις
- εως ἥ причал, место высадки(αἱ κατάρσεις τῆς νήσου Thuc.; τὰς κατάρσεις παραφυλάξαι Plut.)
-
2 κάταρσις
κάταρσιςlanding: fem nom sg -
3 κάταρσις
A landing, bringing to land, opp. ἄπαρσις, Poll.1.102; but usu. landing-place, Th.4.26, Plu.Pomp.65, D.C. 60.11, Ael.VH9.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταρσις
-
4 κάταρσις
κάτ-αρσις, ἡ, Ankunft, Landung der Schiffe, Landungsplatz -
5 κατάρσεις
κάταρσιςlanding: fem nom /voc pl (attic epic)κάταρσιςlanding: fem nom /acc pl (attic)κατάρδωwater: aor subj act 2nd sg (epic) -
6 κατάρσεσιν
κάταρσιςlanding: fem dat pl -
7 κάταρσιν
κάταρσιςlanding: fem acc sg -
8 κατάρσεων
κατάρσεω̆ν, κάταρσιςlanding: fem gen pl -
9 Landing place
subs.P. ἀπόβασις, ἡ, προσβολή, ἡ, κάταρσις, ἡ. καταγωγή, ἡ, V. ἔκβασις, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Landing place
См. также в других словарях:
κάταρσις — κάταρσις, άρσεως, ἡ (Α) [καταίρω] 1. απόβαση 2. τόπος όπου καταπλέουν, όρμος για απόβαση («οἱ ὁπλῑται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κάταρσις — landing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρσεις — κάταρσις landing fem nom/voc pl (attic epic) κάταρσις landing fem nom/acc pl (attic) κατάρδω water aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρσεσιν — κάταρσις landing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταρσιν — κάταρσις landing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
катарсис — A сущ см. Приложение II (книжн. просветление, которое испытывает зритель, пережив вместе с героями трагедии страдание и освободившись от него) Сведения о происхождении слова: Слово заимствовано нашим языком из немецкого, ср. Kátharsis, происходит … Словарь ударений русского языка
κατάρσεων — κατάρσεω̆ν , κάταρσις landing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)