-
1 κάσεν
-
2 κασίγνητος
Grammatical information: m.Meaning: `brother, sister (of the same mother), cousin' (Il.).Other forms: κασιγνήτη f. also Corc., Cypr., Lesb.; cf. Bowra JournofHellStud. 54, 65), Thess. κατίγνειτος m.Compounds: Compp.: αὑτο-κασίγνητος (Il.), - ήτη (κ 137), πατρο-κασίγνητος, - ήτη `uncle, aunt' (Hom.), ματρο-κασιγνῆται pl. `sister through the mother (?)' (A. Eu. 962); συγ-κασιγνήτη `(own) sister' (E. IT 800).Derivatives: Short form (s. below) κάσις, (- ιος) m. f. `id.' (trag., Call., Nic.), σύγ-κασις `(own) sister'(E. Alk. 410 [lyr.]). Also κάσιοι (for - ιες?) οἱ ἐκ τῆς αὑτῆς ἀγέλης ἀδελφοί τε καὶ ἀνεψιοί. καὶ ἐπὶ θηλειῶν οὕτως ἔλεγον Λάκωνες. H.; cf. Leumann Hom. Wörter 307 w. n. 79, where κάσις, κασίγνητος with doubtful right are taken from the poetical language. Unclear are κασεν (Lacon. Knabeninschr.; s. Kretschmer Glotta 3, 270ff., Schwyzer 625 n. 5 [for καθ'ἕν?]) and καινίτα ἀδελφή, καινίτας ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφάς H. (Cyprian \< κασιγνητ- [with itacism]?; s. v. Blumenthal Hesychst. 22).Origin: IE [Indo-European] [373] *ǵnh₁-tos + *km̥t-i- `born with (from the same mother)'Etymology: Diff. Kuiper Glotta 21, 287: from κατα. So `born (also, together) from the (same) mother'. On κασι- \< *κατι- s. on καί. Ruijgh, Élément ach. 137f; Beekes, Development 219f.Page in Frisk: 1,797-798Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κασίγνητος
См. также в других словарях:
Κασέν, Μαρσέλ — (Marcel Cachin, Πεμπόλ 1869 – Παρίσι 1958). Γάλλος πολιτικός. Νέος ακόμα, πήρε ενεργό μέρος στο εργατικό κίνημα της χώρας του και το 1904 αντιπροσώπευσε τους Γάλλους εργάτες στο συνέδριο της Β’ Διεθνούς στο Άμστερνταμ. Πρωταγωνιστής του συνεδρίου … Dictionary of Greek
Κασέν, Ρενέ — (René Cassin, Μπαγιόν 1887 – Παρίσι 1976). Γάλλος νομικός. Το 1908 έλαβε ταυτόχρονα πτυχία στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στα νομικά από το πανεπιστήμιο του Εξ αν Προβάνς. Το 1914 ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές σπουδές του με διδακτορικό τίτλο στις … Dictionary of Greek
Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας … Dictionary of Greek