-
1 κανής
-
2 κανῆς
-
3 κάνης
κάνηςa mat of reeds: masc nom sg -
4 κάνης
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v.II = λίκνον, Poll.6.86. -
5 κάνησι
κάνηςa mat of reeds: masc dat plκαίνωkill: aor subj mp 2nd sg (epic)καίνωkill: aor subj act 3rd sg (epic) -
6 κάνητα
κάνηςa mat of reeds: masc acc sg -
7 κάνητας
κάνηςa mat of reeds: masc acc pl -
8 κάνητος
κάνηςa mat of reeds: masc gen sg -
9 δορικανής
δορῐ-κᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορικανής
-
10 πολυκανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκανής
-
11 κάννα
κάννα, κάννηGrammatical information: f., often plur.Meaning: `reed, Arundo donax, reed-fence, -mat' (Com., inscr., Plb.).Other forms: s. below!Dialectal forms: Myc. kononi-phi \/kanōni-phi\/Compounds: as 1. member in κανη-φόρος f. `Korbträgerin' (Ar.; on the comp.-vowel Schwyzer 438f.) with κανηφορ-έω, - ία, - ικός.Derivatives: 1. κάνης, - ητος m. `reed mat' (Solon. Law in Plu. Sol. 21, Crates Com., D. H.) with καννητο-ποιός (Hippon. 116). 2. κάννηκες πλέγματα ταρσῶν H. - 3. κανοῦν, Ion. κάνεον, ep. also - ειον n. `reed basket, dish' (Il.; substant. adj.). Diminut. κανίσκος, - ίσκιον (Ar.), κανίδιον (pap.); further κάναστρον (Hom. Epigr., Nicophon, Attica, Kreta; cf. on ζύγαστρον), also - αυστρον (like θερμα(ύ)στρα; s. θερμός), - ιστρον, - υστρον (inscr., pap., Poll.; Kretschmer Glotta 11, 283) = Lat. canistrum; from there καναστραῖα κοῖλά τινα ἀγγεῖα Suid.; κάνασθον (Naukratis). - Zu κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, κανών s. bes.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From Babyl.-Assyr. qanū `reed', which may come from Sumer.-Accad. gin `id.', Ugar. qn, Punic qn'. S. E. Masson, Emprunts sémit. 47.From κάννα Lat. canna `reed etc.'; s. W.-Hofmann s. v. - Fur. 303 points out that κάναθρον etc. are clearly Pre-Greek formations, so that the word may have been of Anatolian origin; note further Myc. kononipi \/konōni-phi\/ which shows α\/ο, which is also Pre-Greek.Page in Frisk: 1,779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάννα
-
12 κάννη
κάννα, κάννηGrammatical information: f., often plur.Meaning: `reed, Arundo donax, reed-fence, -mat' (Com., inscr., Plb.).Other forms: s. below!Dialectal forms: Myc. kononi-phi \/kanōni-phi\/Compounds: as 1. member in κανη-φόρος f. `Korbträgerin' (Ar.; on the comp.-vowel Schwyzer 438f.) with κανηφορ-έω, - ία, - ικός.Derivatives: 1. κάνης, - ητος m. `reed mat' (Solon. Law in Plu. Sol. 21, Crates Com., D. H.) with καννητο-ποιός (Hippon. 116). 2. κάννηκες πλέγματα ταρσῶν H. - 3. κανοῦν, Ion. κάνεον, ep. also - ειον n. `reed basket, dish' (Il.; substant. adj.). Diminut. κανίσκος, - ίσκιον (Ar.), κανίδιον (pap.); further κάναστρον (Hom. Epigr., Nicophon, Attica, Kreta; cf. on ζύγαστρον), also - αυστρον (like θερμα(ύ)στρα; s. θερμός), - ιστρον, - υστρον (inscr., pap., Poll.; Kretschmer Glotta 11, 283) = Lat. canistrum; from there καναστραῖα κοῖλά τινα ἀγγεῖα Suid.; κάνασθον (Naukratis). - Zu κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, κανών s. bes.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From Babyl.-Assyr. qanū `reed', which may come from Sumer.-Accad. gin `id.', Ugar. qn, Punic qn'. S. E. Masson, Emprunts sémit. 47.From κάννα Lat. canna `reed etc.'; s. W.-Hofmann s. v. - Fur. 303 points out that κάναθρον etc. are clearly Pre-Greek formations, so that the word may have been of Anatolian origin; note further Myc. kononipi \/konōni-phi\/ which shows α\/ο, which is also Pre-Greek.Page in Frisk: 1,779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάννη
См. также в других словарях:
κάνης — κάνης, ητος, ὁ (Α) 1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι 2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τούς λείπουν τα αναγκαία 3.… … Dictionary of Greek
κάνης — a mat of reeds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανῆς — καίνω kill fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνησι — κάνης a mat of reeds masc dat pl καίνω kill aor subj mp 2nd sg (epic) καίνω kill aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητα — κάνης a mat of reeds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητας — κάνης a mat of reeds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητος — κάνης a mat of reeds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek