-
81 ρεύμα
-
82 σά(ν)
1. μόριο1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;
έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;
φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;
τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;
τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;
δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;
ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;
2):σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;
σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;
σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;
τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;
τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;
3) кажется, похоже, как будто;σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;
σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;
σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;
4) как, будучи;εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;
5) же;σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;
τί να θέλει; — чего же он хочет?;καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;
2. σόνδ.1) когда;σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;
2) если;σά(ν) θέλεις — если хочешь;
3) поскольку, так как;σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;
§ σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!
-
83 σαλαμούρα
η1) рассол; 2) пересоленное блюдо; живая соль (разг);τό φαΐ το 'χεις κάνει σαλαμούρα — ты здорово пересолил еду
-
84 σά(ν)
1. μόριο1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;
έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;
φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;
τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;
τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;
δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;
ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;
2):σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;
σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;
σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;
τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;
τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;
3) кажется, похоже, как будто;σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;
σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;
σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;
4) как, будучи;εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;
5) же;σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;
τί να θέλει; — чего же он хочет?;καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;
2. σόνδ.1) когда;σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;
2) если;σά(ν) θέλεις — если хочешь;
3) поскольку, так как;σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;
§ σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!
-
85 σαπουνάδα
-
86 στραπάτσο
τό1) порча; ущерб, убыток; урон; 2) унижение;μου κάνει στραπάτσα — он меня унижает;
§ τα κάνω στραπάτσο — а) испортить (всё) дело, все делать не так;
б) портить, приводить в негодность -
87 συγκρατώ
(α, ε) μετ.1) сдерживать, удерживать, обуздывать;συγκρατώ την ορμή τού αντιπάλου — сдерживать натиск про-
тивника;μόλις συγκρατ τα γέλια μου — едва удерживаться от смеха;
συγκρατώ κάποιον να μη κάνει απερίσκεπτη πράξη — удержать кого-л. от необдуманного поступка;
2) удерживать, поддерживать;η λιθοδομή θα συγκρατήσει τα χώματα — каменная стена будет предохранять почву от оползания;
3) перен. удерживать, сохранять;συγκρατώ στη μνήμη μου — сохранять, удерживать в памяти;
4) впитывать, вбирать (воду и т. п.);συγκρατιέμαι, συγκρατούμοι — проявлять сдержанность; — владеть собой; — сдерживаться, удерживаться; — брать себя в руки
-
88 συναισθάνομαι
(αόρ. συναισθάνθηκα и συνησθάνθην) μετ.1) чувствовать, (ο)сознавать;συναισθάνομαι τό σφάλμα μου — сознавать свою ошибку;
δεν συναισθάνεται τί κάνει — он не сознаёт, что делает;
2) чувствовать, ощущать; испытывать какое-л. чувство;συναισθάνομαι την χαρά — чувствовать радость
-
89 τάχα
-
90 τοσουλάκι
το столечко;§ τό τοσουλάκι το κάνει τόσο — он делает из мухи слона
-
91 τράκα
η1) щёлканье бича; 2) паразитизм, тунеядство; 3) выманивание (денег);§ κάνω τράκες — производить впечатление;
κοστούμι πού κάνει τράκες — потрясающий костюм
-
92 υγρασία
-
93 φάντες
φάντης ο карт, валет;§ παρουσιάζομαι σα φάντες μπαστούνι — явиться нежданно-негаданно, свалиться как снег на голову;
τί έχει να κάνει ( — или τί σχέση έχει) ο φάντες με το ρετσινόλαδο — похож как гвоздь на панихиду; — ничего похожего
-
94 φίλος
η, ο[ν] 1.1) дружеский, дружественный; приятельский, товарищеский;φίλα φρονώ — питать дружеские чувства;
2) милый, дорогой;φίλος συνάδελφος — милый коллега;
2. (ο)1) друг; приятель, товарищ;αχώριστοι φίλοι — неразлучные друзьй;
κάνω φίλους — заводить друзей;
μου κάνει το φίλο — он прикидывается моим другом;
2) любовник;3) любитель;φίλος της μουσικής — любитель музыки
-
95 φρέσκο
-
96 ψυχικό
τό1) милостыня; 2) милосердие; 3) благотворительность; благодеяние; 4) перен. милостыня, подачка;§ κάνει ψυχικά — она лёгкого поведения
-
97 ψύχρα
η холодная погода, холод; прохлада;κάνει ψύχρα — свежо, прохладно, холодновато
-
98 Θεός
Θεός οБог – Творец неба и земли;ΦΡ.προς Θεού / για τον Θεό / για όνομα τού Θεού — ради Бога / имени БожьегоΘεός φυλάξοι — сохрани Господь от (чего-то, кого-то)από το στόμα σου και στου Θεού τ’αφτί! — твои слова да Богу в уши!ο Θεός μαζί σου! — Господь с тобой! / Да поможет тебе Бог (как благословение путешествующему или начинающему трудное дело)Θεός σχωρέσ’ τον — Господи, прости его (об усοпшем)Θεός να βάλει το χέρι του! / να κάνει το θαύμα του — Господь управит десницею Своею / сотворит чудо!Этим.дргр., этимология неизвестна. Однако существуют несколько версий происхождения слова:1) < θFεσ-ός, сравните с лит. dvasia «дух», герм. getwas «дух». Эта версия противоречит антропоморфному представлению древних греков о богах;2) < θ. θε- (< dhe, глагола τί-θη-μι «ставить, воздвигать, водружать»), сравните с арм. di-k «боги», лат. Deus «Бог», лат. Festus «праздничный». Словом Θεός «Бог» Семьдесят переводчиков передали значение одного из еврейских имен Бога: Elohah, Elohim «Элохим» -
99 Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει
Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει– Άλλα λογαριάζει η αλεπού ( ο γάιδαρος) κι άλλα κάνει ο γουναράς ( ο γαϊδουριάρης)• Человек предполагает, а Бог располагаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει
-
100 Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος
См. также в других словарях:
κανεῖ — καίνω kill fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καίνω kill fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… … Dictionary of Greek