Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έκλαιγε

  • 1 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

  • 2 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

См. также в других словарях:

  • Αιχμαγόρας — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηρακλή και της Φιαλούς, κόρης του Αλκιμέδοντα, ήρωα της Αρκαδίας που έδιωξε τη Φιαλώ μαζί με το βρέφος της και τους άφησε στο βουνό, για να πεθάνουν από την πείνα. Ο μικρός έκλαιγε σπαρακτικά και μια κίσσα πέταξε να… …   Dictionary of Greek

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Λόρελ, Σταν — (Stan Laurel, Ούλβερστον, Αγγλία 1890 – 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού του κινηματογράφου Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον (Arthur Stanley Jefferson). Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών, πραγματοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • ανημέρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Το μωρό ήταν ανημέρευτο, έκλαιγε αδιάκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκριμάτσα — η (λ. ιταλ.), σύσπαση των μυών του προσώπου, μορφασμός: Το μωρό έκλαιγε, και έκανα αστείες γκριμάτσες για να το διασκεδάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λείψανο — το 1. υπόλειμμα: Τα λείψανα του αρχαίου ιερού. 2. το σώμα του νεκρού: Έκλαιγε πάνω από το λείψανο του παιδιού της. 3. κόκαλα ή σώμα αγίου: Το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσονύχτι — το ιού, το μέσο της νύχτας, τα μεσάνυχτα: Έκλαιγε ως το μεσονύχτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυριάκριβος — η, ο κυριολ. και μτφ., πάρα πολύ ακριβός: Έκλαιγε με λυγμούς για το χαμό της μυριάκριβης γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»