-
1 несколько
несколько κάμποσοι, μερικοί· \несколько человек κάμποσοι άνθρωποι· \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах με λίγα λόγια* * *κάμποσοι, μερικοίне́сколько челове́к — κάμποσοι άνθρωποι
не́сколько раз — κάμποσες φορές
в не́скольких слова́х — με λίγα λόγια
-
2 несколько
нескольк||о Iчисл. μερικοί, κάμποσοι:прошло \несколько лет πέρασαν κάμποσα χρόνια· \несколько человек μερικοί ἀνθρωποί \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах μέ λίγα λόγιαнесколько IIнареч (в некоторой степени) κάπως, λίγο, κομμάτι:он был \несколько удивлен ἀπόρησε λίγο· \несколько да́льше λίγο πιό μακρυά. -
3 несколько
[νιέσκαλ'κα] αριθμ. μερικοί, κάμποσοι -
4 несколько
[νιέσκαλ'κα] αριθμ μερικοί, κάμποσοι -
5 кое-кто
кое-кого κ. кой-кто, кой-кого αντων. κάποιοι, μερικοί, κάμποσοι• κάποιος, ένας. -
6 несколько
αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερικοί•несколько раз κάμποσες φορές•
в -их местах σε μερικά μέρη•
по -ку από κάμποσο•
в -их словах με λίγα λόγια, κοντολογής.
επίρ.μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι ως ένα βαθμό•несколько отвлечься от основой темы απομακρύνομαι λίγο από το κύριο θέμα•
сделать несколько больше κάνω κάτι παραπάνω.
См. также в других словарях:
κάμποσος — και καμπόσος, η, ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, η, ον) ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα») νεοελλ. φρ. α) (ειρωνικά, για… … Dictionary of Greek
ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα … Dictionary of Greek
σκάση — η, Ν [σκά(ζ)ω] 1. σκασίλα 2. παροιμ. «κάμποσοι από τη σκάση τους πλαντούν από το γέλιο» λέγεται για εκείνους που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο αντίθετο προς τον συνηθισμένο … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — ισα 1. μτβ., αναποδογυρίζω: Αναγύρισε το χώμα στις ρίζες των δέντρων. 2. αμτβ., περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: Αναγυρίζει σαν την άδικη κατάρα. 3. επιστρέφω: Αναγύρισαν στο νησί κάμποσοι ξενιτεμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμποσος — κάμποσος, η, ο και καμπόσος, η, ο επίρρ. ο αρκετός, όχι λίγος: Πέρασαν κάμποσοι στρατιώτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάποιος — α, ο, αόρ. αντων. 1. ένας, ένας κάποιος: Κάποιος φώναξε. 2. λίγος, ελαφρός: Έχει κάποιο δίκιο. 3. ο πληθ., κάποιοι σημαίνει μερικοί, κάμποσοι: Κάποιοι από σας μου φέρνουν εμπόδια στη δουλειά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νους — ο γεν. νου (χωρίς πληθ.) 1. νόηση, διάνοια, διανόηση: Με το νου και με τη γνώση βρήκαν το Θεό καμπόσοι (παροιμ.). 2. πνεύμα, σε αντίθεση με την ύλη: Νους ορά και νους ακούει. 3. άνθρωπος βαθυστόχαστος, διανοητικός: Μέγας νους ο Σωκράτης. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)