Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μερικοί

  • 1 некоторый

    некотор||ый
    1. мест. κάποιος, τις:
    в \некоторыйых районах σέ μερικές περιοχές· с \некоторыйого времени ἀπό τίνος χρόνου, ἐδῶ καί κάμποσο καιρό· на \некоторыйое время γιά λίγο καιρό, ὁρισμένο διάστημα· до \некоторыйой степени ὡς ἕνα σημείο· \некоторыйым образом κατά κάποιο τρόπο·
    2. \некоторыйые мн. μερικοί:
    \некоторыйые из них μερικοί ἀπ' αὐτούς, μερικοί ἐξ, αὐτῶν.

    Русско-новогреческий словарь > некоторый

  • 2 кое-кто

    кое-кто κάποιος μερικοί (тк.мн.)
    * * *
    κάποιος; μερικοί (тк. мн.)

    Русско-греческий словарь > кое-кто

  • 3 некоторый

    некоторый κάποιος" \некоторыйые из нас μερικοί από μας* на \некоторыйое время για ορισμένο διάστημα
    * * *

    не́которые из нас — μερικοί από μας

    на не́которое вре́мя — για ορισμένο διάστημα

    Русско-греческий словарь > некоторый

  • 4 несколько

    несколько κάμποσοι, μερικοί· \несколько человек κάμποσοι άνθρωποι· \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах με λίγα λόγια
    * * *
    κάμποσοι, μερικοί

    не́сколько челове́к — κάμποσοι άνθρωποι

    не́сколько раз — κάμποσες φορές

    в не́скольких слова́х — με λίγα λόγια

    Русско-греческий словарь > несколько

  • 5 несколько

    нескольк||о I
    числ. μερικοί, κάμποσοι:
    прошло \несколько лет πέρασαν κάμποσα χρόνια· \несколько человек μερικοί ἀνθρωποί \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах μέ λίγα λόγια
    несколько II
    нареч (в некоторой степени) κάπως, λίγο, κομμάτι:
    он был \несколько удивлен ἀπόρησε λίγο· \несколько да́льше λίγο πιό μακρυά.

    Русско-новогреческий словарь > несколько

  • 6 иной

    επ.
    1. άλλος•

    нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•

    не кто иной как κανένας άλλος παρά•

    не что -ое как τίποτε άλλο παρά•

    это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•

    -вид άλλη μορφή (όψη)•

    -ыми словами με άλλα λόγια.

    2. κάποιος, ένας• μερικοί•

    -ые люди μερικοί άνθρωποι•

    -ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•

    в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•

    иной раз άλλη φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > иной

  • 7 немногий

    επ.
    1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•

    в -их словах με λίγα λόγια•

    -ие вернулись μερικοί γύρισαν.

    2. σε συνδυασμό με
    επ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.
    εκφρ.
    за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > немногий

  • 8 отдельный

    επ.
    1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•

    сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•

    ход ιδιαίτερη είσοδος•

    положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•

    в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

    || μεμονωμένος•

    -ое дерево μεμονωμένο δέντρο.

    || (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•

    -ые примеры μερικά παραδείγματα•

    -ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.

    2. (στρατ.) ανεξάρτητος•

    отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.

    Большой русско-греческий словарь > отдельный

  • 9 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 10 досчитаться:

    досчита||ться:
    не \досчитаться:ться кого-л. λείπει κάποιος (στό μέτρημα)· мы не \досчитаться:лись нескольких человек μας λείπουν μερικοί ἄνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > досчитаться:

  • 11 иной

    ин||ой
    прил
    1. (другой) ἀλλος:
    \инойыми словами μ' ἄλλα λόγια· по \инойо́му μ· ἀλλο τρόπο, διαφορετικά· не кто \иной как αὐτός ὁ ἰδιος· не что \инойо́е как τίποτε ἄλλο πάρἀ· это \инойое дело αὐτό εἶναι ἀλλη ὑπόθεση· \инойо́го выхода нет δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος· тем или \инойым образом ούτως ἡ ἄλλως·
    2. (некоторый) κάποιος, μερικός:
    \инойые люди κάποιοι, μερικοί· в \инойых слу́чаях σέ μερικές περιπτώσεις· \иной раз κάποτε, καμμιά φορά·
    3. м ὁ ἀλλος:
    \инойо́му это может не понравиться σέ ἀλλον αὐτό μπορεί νά μήν ἀρέσει. и́иок м ὁ μοναχός, ὁ κάλόγερος.

    Русско-новогреческий словарь > иной

  • 12 кое-какой

    кое||-какой
    мест. κάποιος (некоторый):
    \кое-какойкакие (немногие) μερικοί.

    Русско-новогреческий словарь > кое-какой

  • 13 немногий

    немног||ий
    1. прил λίγος:
    \немногийим больше λίγο περισσότερο· \немногийим меньше κατά τι λιγώτερο· в \немногийих словах μέ λίγα λο-για, ἐν ὁλίγοις· дело стало за \немногийим разг ἡ δουλειά καθυστερεί ἀπό ἀσήμαντη αίτια·
    2. \немногийие мн. λίγοι, ὁλίγοι, μερικοί:
    верну́лись \немногийие λίγοι ἐπέστρεψαν.

    Русско-новогреческий словарь > немногий

  • 14 отдельный

    отдельн||ый
    прил χωρισμένος, χωριστός, ἰδιαίτερος:
    \отдельныйая квартира τό χωριστό διαμέρισμα· \отдельный ый ход ἡ ἰδιαιτέρα είσοδος· в каждом \отдельныйом случае σέ κάθε ίδιαιτέραν περίπτωση· \отдельныйые люди полагают... μερικοί ἄνθρωποι νομίζουν...· \отдельныйые разрозненные хозяйства μικρά σκόρπια ἀγροτικά νοικοκυριά.

    Русско-новогреческий словарь > отдельный

  • 15 несколько

    [νιέσκαλ'κα] αριθμ. μερικοί, κάμποσοι

    Русско-греческий новый словарь > несколько

  • 16 несколько

    [νιέσκαλ'κα] αριθμ μερικοί, κάμποσοι

    Русско-эллинский словарь > несколько

  • 17 единица

    θ.
    1. μονάδα. || το τελευταίο ψηφίο του πολυψήφιου αριθμού.
    2. ο πιο κατώτερος βαθμός στο βαθμολογικό εκπαιδευτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ.
    3. μονάδα μέτρησης•

    денежная единица νομισματική μονάδα•

    единица длины, меры, веса μονάδα μήκους, μέτρου, βάρους.

    || ένας, μονάδα. || πλθ. -ы μερικοί ελάχιστοι•

    только -ы не выполняют план ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν εκπληρώνουν το πλάνο.

    Большой русско-греческий словарь > единица

  • 18 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 19 кое-кто

    кое-кого κ. кой-кто, кой-кого αντων. κάποιοι, μερικοί, κάμποσοι• κάποιος, ένας.

    Большой русско-греческий словарь > кое-кто

  • 20 некоторый

    αόρ. αντων.
    1. κάποιος, ένας•

    с -ых пор ή с -ого времени πριν κάμποσο καιρό•

    -ая часть ένα.μέρος•

    до -ой степени ως ένα βαθμό.

    2. ασήμαντος•

    он имеет -ое состояние αυτός έχει κάποια περιουσία.

    3. πλθ. -ые μερικοί•

    -ые деревья засохли μερικά δέντρα ξεράθηκαν.

    εκφρ.
    - ым образом – κατά κάποιον τρόπον.

    Большой русско-греческий словарь > некоторый

См. также в других словарях:

  • μερικοί — μερικός partial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»