-
1 χαρίζομαι
χαρίζομαι, fut. - ίσομαι, att. - ιοῦμαι, auch Her. 1, 90, – 1) Einem etwas Angenehmes, Erfreuliches erweisen, Einem Gunst u. Wohlwollen beweisen, sich ihm gefällig beweisen, Einem zu Willen sein, ihm willfahren, τινί; ἄνδρεσσι χαρίζεαι ὑβριστῇσιν Il. 13, 633; μή τέ τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, erweise dich mir nicht durch Lügen willfährig, mache dich mir nicht durch Lügen angenehm, rede mir nicht zu Gefallen die Unwahrheit, Od. 14, 387; οὔ νύ τ' Ὀδυσσεὺς χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων 1, 61, d. i. opferte er nicht reichliche Opfer nach deinem Wunsche, so daß du eine Freude daran hattest? Vgl. Xen. Mem. 4, 3,16, wo es nachher durch ἀρέσκεσϑαι erklärt wird; νῠν οἱ τάδ' ἔδωκε χαριζόμενος φιλότητι Αἴολος Od. 10, 43; Hes. Th. 580; Her. oft; ἔρωτι Pind. frg. 236; auch absolut, ἐμβλέπ ουσα χαρίζοιο ἂν καὶ ὅ τι ἂν λέγουσα εὐφραίνοις Xen. Mem. 3, 11, 10; ἐμοί τε χαρίζου ἀποκρινόμενος Plat. Rep. I, 338 a; Ἔρωτι Conv. 188 c; τοῖς ἐρωμένοις Phaedr. 231 c; Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα, dem Kallias zu Gefallen, Prot. 362; χαριεῖσϑον ἐμοὶ καὶ τούτοις πᾶσι Euthyd. 275 a; οὐ χαριεῖσϑε τούτοις Thuc. 3, 40; δέομαι μὲν χαρίσασϑαι, δέομαι δ' ἀντία φάσϑαι Aesch. Pers. 686; ϑυμῷ ματαίῳ μὴ χαρίζεσϑαι κενά Soph. El. 323; δειλίᾳ γλώσσῃ χαρίζῃ Eur. Or. 1514; u. so bei den Attikern oft = sich einer Neigung, Leidenschaft hingeben, ϑυμῷ, ὀργῇ, sich dem Zorn hingeben, überlassen, ἡδοναῖς, Plat. Legg. V, 727 c; γαστρί, σώματος ἡδονῇ, sich dem Bauche, der Völlerei, der Sinnenlust hingeben, Xen. Cyr. 4, 2,39. 3, 2; τῇ ἐπιϑυμίᾳ Plat. Rep. VIII, 561 c; ϑυμῷ Pol. 16, 1,2; χαρίζεσϑαι ἀνδρί, vom Weibe gesagt, einem Manne zu Willen sein, sich seiner Liebe hingeben, Ar. Equ. 515, vgl. Eccl. 629. – 2) c. acc. der Sache, willig darbringen, gern und freudig geben, schenken; δῶρα Od. 24, 283; ἄποινα Il. 6, 49. 10, 380. 11, 134; τινί τι, Ar. Equ. 54 Ach. 412 Th. 756 u. öfter. – Eben so mit dem gen., willig, gern von einer Sache geben, mittheilen; ἀλλοτρίων, von fremdem Gute verschenken, von Anderer Vermögen freigebig sein, Od. 17, 452; mehrmals in der Od. ταμίη χαριζομένη παρεόντων, die gern von den vorhandenen Vorräthen mittheilt, hergiebt, 1, 140 u. sonst, über προικὸς χαρίζεσϑαι Od. 1, 3, 15 s. προίξ; – τινί, freigebig gegen Einen sein, Xen. Cyr. 2, 4,9. 8, 6,23; τί τινι, Pol. 16, 24, 9 u. a. Sp. – 3) pass., bes. im perf., angenehm, wohlgefällig sein, lieb und werth, erwünscht sein; οὐ γάρ πω πάντεσσι χαριζόμενος τάδ' ἀείδει Od. 8, 538, d. i. es ist nicht Allen angenehm, daß er dies singt; so bes. κεχαρισμένος; ἐμῷ κεχαρισμένε ϑυμῷ Hom.; vgl. Hes. Th. 685; δῶρα ϑεοῖς κεχαρισμένα, den Göttern angenehme, willkommene Gaben, Il. 20, 298, vgl. Od. 16, 148. 19, 397; κεχαρισμένα ϑεῖναί τινι, Einem Angenehmes erzeigen, Il. 24, 661; eben so mit εἰδέ ναι, Od. 8, 584; κεχαρισμένος ἔλϑοι, erwünscht, willkommen, 2, 54; κεχάριστο ϑυμῷ, sie war ihrem Herzen lieb, 6, 23; τοῖσι Εὐβοέεσσι ἐκεχάριστο, es war den Euböern zu Gefallen geschehen, Her. 8, 5; οὐ βρομίῳ κεχαρισμένα ϑύρσῳ Eur. Herc. fur. 890; εἴ τι κεχαρισμένον χοιρίδιον οἶσϑα παρ' ἐμοῦ γε κατεδηδοκώς Ar. Pax 383; u. in Prosa: ταῦτα οὖν μνήμῃ κεχαρίσϑω Plat. Phaedr. 250 c; πᾶσι κεχαρισμένος ἔσει Soph. 218 a; ἐάν τι αὐτοῖς ἡδὺ μὲν ᾖ καὶ κεχαρισμένον Gorg. 502 b; ἐὰν κεχαρισμένα τις ἐπίστηται τοῖς ϑεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν Euthyphr. 14 b; λόγον εἰπεῖν κεχαρισμένον Dem. 14, 1; Folgde, wie Pol. 22, 2,6.
-
2 κατουρώ
(ε), κατουράω 1. αμετ. мочиться, испускать мочу;2. μετ. 1) обливать, замочить мочой (бельё и т. п.); 2) перен. груб. наплевать (на кого-л.);1) — обмочиться; — помочиться, испустить мочу;κατουριέμαι, -Ίούμαι
2) чувствовать позывы к мочеиспусканию;3) перен. обмочиться со страха, струсить -
3 пестовать
-тую, -туешьρ.δ.μ. παλ. ανατρέφω, μεγαλώνω φιλόστοργα• περιπο ιούμαι, μεριμνώ, φροντίζω.ανατρέφομαι, μεγαλώνω φιλόστοργα κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 упорядочить
-чу, -чишьρ.σ.μ. τακτοποιώ, κανονίζω, ρυθμίζω• ρεγουλάρω• δ ιευθετώ.τακτοπο ιούμαι • δ ιευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ,.φ. -
5 усилишь
ρ.σ.μ. (εν)δυναμώνω, ενισχύω• εντείνω• ισχυροποιώ•усилишь звук δυναμώνω τον ήχο•
усилишь оборону ενισχύω την άμυνα•
усилишь внимание εντείνω την προσοχή•
усилишь старание εντείνω την προσπάθεια.
δυναμώνω, ενισχύομαι, εντείνομαι• ισχυροπο ιούμαι•ветер -лся ο άνεμος δυνάμωσε.
-
6 утешить
-шу, -шишьρ.σ.μ.παρηγορώ• καθησυχάζω•утешить беднодо παρηγορώ το δυστυχή.
|| χαροποιώ• ικανοποιώ.παρηγορούμαι• καθησυχάζω. || χαίρομαι, ευχαριστούμαι• ικανο-πο ιούμαι. -
7 утрировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утрированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, διογκώνω, παραφουσκώνω.μεγαλοπο ιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 фетишизировать
-
9 ханжить
-жу, -жишьρ.δ. υποκρίνομαι, προ-σπο ιούμαι. -
10 химизировать
-рую, -руешьρ.δ. к.σ. χημε ιοποιώ, εισάγω τις επιτεύξεις της χημείας. || υποβάλλω σε χημική επεξεργασία.χημε ιοπο ιούμαι. -
11 αἰκίζω
Aᾔκισα Herod.2.46
: [tense] pf. αἴκικα· ὕβρικα, Hsch.:— maltreat, , Tr. 839; ; of a storm, mar, spoil,πᾶσαναἰκίζων φόβην ὕλης S.Ant. 419
:—[voice] Pass., to be tortured, rarely in [tense] pres. in A.Pr. 169, Pl.Ax. 372a: [tense] pf.ᾔκισμαι D.S.18.47
, Polyaen.8.6: more freq. in [tense] aor. 1,πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντα S.Ant. 206
;ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27
;τὰ σφέτερα αὐτῶν σώματα αἰκισθέντες And.1.138
, cf. Isoc. 4.154;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol. 1311b24
.II more freq. in [voice] Med. [full] αἰκίζομαι, A.Pr. 197, Isoc.4.123: [tense] impf. : [tense] fut.αἰκίσομαι AP12.80
(Mel.), [dialect] Att. - ιοῦμαι ([etym.] κατ-) E.Andr. 829: [tense] aor. , OT 1153, Isoc.5.103, X.An.3.4.5: [tense] pf. , [tense] plpf.ᾔκιστο Plu.Caes.29
:—in same sense as [voice] Act., Il. cc.; damage,τὰ χωρία D.43.72
: c. dupl. acc. pers. et rei,αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα X.An.3.1.18
;αἰκίσασθαί τινας πᾶσαν αἰκίαν Plb. 24.9.13
. -
12 διαβαδίζω
2 walk to and fro, App.BC1.25, Luc. l.c.: in [tense] pres. [voice] Med., Them.Or.21.253a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβαδίζω
-
13 διακοντίζομαι
A contend with others at throwing the javelin, X.Cyr.1.4.4;τινί Thphr.Char.27.13
; simply, hurl darts, J.BJ4.3.12, 5.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακοντίζομαι
-
14 διαψηφίζω
A put to the vote,τὰν γνώμαν IG12(3).249.38
([place name] Anaphe); δ. τοὺς φόρους keep account of tribute, of the rationales, Lyd.Mag.3.46.II more freq. Dep. διαψηφίζομαι, [dialect] Att. [tense] fut. -ιοῦμαι, vote by ballot, Antipho 5.8, Hyp.Eux.40, etc.;δ. περὶ δίκης Pl.Lg. 937a
; δ. κρύβδην, κρύφα, And.4.3, Th.4.88.III [voice] Pass.,διαψηφισθεὶς εἰ γνήσιός ἐστι Lib.Decl.16.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαψηφίζω
-
15 καθαρίζω
A- ιῶ Ep.Hebr.9.14
:— cleanse,θυσιαστήριον LXXEx.29.36
, cf. Ev.Matt.23.25, Act.Ap.10.15; sift grain, PStrassb.2.11 (iii A.D.); prune away,περισσὰ βλαστήματα PLond.1.131r192
(i A.D.); clear ground of weeds, etc., PLips.111.12 (iv A.D.); keep a precinct clear,ἀπό τινων IG5(1).1390.37
(Andania, i B.C.):—in [voice] Med., [tense] fut. - ιοῦμαι, of the menses, Hp.Superf. 43.II of persons, purify,ἀπὸ ἁμαρτίας LXXSi.38.10
;ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ 2 Ep.Cor.7.1
;τὴν συνείδησιν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.9.14
; cleanse from leprosy, Ev.Matt.8.2 (and in [voice] Pass., of the disease, ib.3):—[voice] Pass., - ιζέστω ἀπὸ γυναικός κτλ. IG22.1366.4, cf. 1365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρίζω
-
16 καθίζω
Aκάθιζον Il.3.426
,al.; in Proseἐκάθιζον X.HG5.4.6
, Din.2.13: [tense] fut.καθέσω Eup.12.11
D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; [dialect] Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; [dialect] Att. alsoκαθιῶ X.An.2
. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); [dialect] Dor. : [tense] aor. 1καθεῖσα Il.18.389
, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf.καθέσαι IG22.46
aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet.κάθεσσα Pi.P.5.42
codd.; this [tense] aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 ( ἐγκαθ-, [voice] Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find [dialect] Ep. κάθῐσα, [dialect] Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, , Th.6.66 (leg. καθεῖσα), laterἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23
, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also [dialect] Ep. part.καθίσσας Il.9.488
; [dialect] Dor.καθίξας Theoc.1.12
, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. - ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: [tense] pf.κεκάθῐκα D.S.17.115
, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—[voice] Med., [tense] impf.ἐκαθιζόμην Ar.V. 824
,κὰδ.. ἵζ- Il.19.50
: [tense] fut.καθιζήσομαι Pl.Phdr. 229a
, Euthd. 278b, ([etym.] προς-) Aeschin.3.167, laterκαθίσομαι Ev.Matt.19.28
, Plu.2.583f, , al.: [tense] aor. 1καθεσσάμην Anacr.111
; alsoἐκαθισάμην SIG975.6
(Delos, iii B. C.), Hsch., ([etym.] ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; [dialect] Ep.ἐκαθισσάμην Call.Dian. 233
,καθισσάμην A.R. 4.278
, 1219:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 part.καθιζηθείς D.C.63.5
:I causal, make to sit down, seat,ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68
;μή με κάθιζ' 6.360
; ;κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389
;κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121
.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4;ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22
J.2 set, place,τὸν μὲν.. καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36
;κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549
;Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204
; ; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl. 664, cf. Th.4.90;κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66
;σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg. 755e
.b post watchers, guards, etc.,σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524
; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14;ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς.. πύλας Hdt.3.155
;κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19
: rarely of things,τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127
.4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene,ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104;κ. τὸ δικαστήριον Ar.V. 305
, cf. D.39.11, IG22.778.13;νομοθέτας D.24.25
, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg. 874a; ; constitute, establish,δικαστήρια Pl.Plt. 298e
;βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19
.5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl. Ion 535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [ θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15;ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu. 254
;ἐπὶ δένδρου Arist. HA 614a34
(but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 197); of suppliants,κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126
, Lys.13.24;εἰς γόνυ D.S.17.115
: in Poets also c. acc., , El. 980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg. 659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 ([place name] Delos).5 settle, sink down,ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr. 254c
;καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20
.6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.III [voice] Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.;εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R. 516e
; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119);καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr. 228e
.2 of birds, settle, alight, Arist.HA 614b23.3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--[dialect] Att. in this signf. acc. to Hsch. -
17 καταψηφίζομαι
A vote against or in condemnation of, τινος Antipho 1.12, Lys.10.31, Pl.Ap. 36a, 41d, X.Ap. 32: metaph.,τῆς ψυχῆς Democr.159
; κ. τινὸς θάνατον pass a vote of death against him, Lys.12.100;κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον X. HG1.5.19
; κ. τινὸς δειλίαν, κλοπήν, find him guilty of cowardice, of theft, Lys.14.11, Pl.Grg. 516a;ἀδικίαν ὑμῶν αὐτῶν Isoc.15.297
: abs.,οἱ -ψηφισάμενοι δικασταί Pl.Lg. 878d
: later in [tense] pf. [voice] Act.κατεψήφικα D.H.4.58
,5.8.2 [voice] Pass. (so always in [tense] aor.), to be condemned,ἑάλωκεν ἤδη καὶ κατεψήφισται D.21.151
; θανάτου ἢ φυγῆς καταψηφισθῆναι to death or exile, Pl.R. 558a, cf. Plt. 299a.b of the sentence, to be pronounced against a person,δίκη κατεψηφισμένη τινός Th.2.53
;κατ εψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος X.Ap.27
, cf. 23;τὰ ὑφ' ὑμῶν -ψηφισθέντα Lys.14.12
.3 [voice] Med., carry measures adverse to a person, Plu.Caes.29.II vote in affirmation, opp. ἀποψηφ-, Arist. Pol. 1298b39; generally, come to a determination, Id.Po. 1461b2:— so in [voice] Pass., .2 metaph.,ἀείμνηστον ἡμῶν δόξαν Vett.Val.351.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψηφίζομαι
-
18 λογίζομαι
Aἐλογισάμην E.Or. 555
, Th.6.31, etc.: [tense] pf.λελόγισμαι Lys.32.24
,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16
;εὗρον λογιζόμενος Id.7.28
, cf. 194, etc.; in full,λ. ψήφοισι Id.2.36
; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V. 656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl. 381.2 c. acc. et inf., reckon or calculate that.., λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176
: without acc.,Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20
.3 λ. τινί τι set down to one's account,οὗτος.. τὸ ἥμισυ τούτοις.. λελόγισται Lys.32.24
, cf. 27; τἀνηλωμέν'.. οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them.., D. 18.113: metaph.,τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19
.II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,ταῦτα Hdt.9.53
, cf. S.Aj. 816, etc.;λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76
; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about.., Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.2 c. acc. et inf., reckon, consider that..,τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38
;τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46
; λ. ὅτι .. or ὡς .., X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν.., ὅτι .. And.1.52, Pl.Ap. 21d: c. acc. et part.,Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65
: also with inf. omitted, reckon or account so and so,τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789
; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib. 692; ; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that..,ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176
; ;λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13
;λελογισμένοι.. εἰσὶν.. διαζῆν E.IA 922
, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ'.. προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.5 conclude by reasoning, infer that.., c. acc. et inf., Pl.Grg. 524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι .. Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd. 62e, al.6 abs.,τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3
; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.λογιζόμενον Hdt.3.95
, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33;ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19
;οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti. 34b
;οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr. 246c
; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA 386, Luc.Nigr.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίζομαι
-
19 μερίζω
μερίζω, [dialect] Dor. [suff] μερῐδαρχ-ίσδω, Bion 2.31: [dialect] Att. [tense] fut. -ιῶ Pl.Prm. 131c: [tense] aor.Aἐμέρισα Nicom.Com.1.27
; [dialect] Dor. part.μερίξας Ti.Locr.99d
: [tense] pf.μεμέρικα D.H.Pomp.4
:—[voice] Med., [tense] fut. - ίσομαι Sopat. in Rh.8.306 W., - ιοῦμαι LXX Pr.14.18: [tense] aor.ἐμερισάμην Is.9.24
, etc.: [tense] pf.μεμέρισμαι D.47.34
(v.l. νενέμημαι):—[voice] Pass., [tense] fut. ,μερισθήσομαι Plot.4.3.8
, 6.4.4: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.μεμέρισμαι Id.Prm. 144b
, D.15.5, etc.: ([etym.] μερίς):—divide, distribute, Pl. Prm. 131c;μ. τὸ ἄπειρον Arist.Ph. 204a34
;μ. [ἀρχήν] τινα εἰς πλείους Id.Pol. 1321b37
; καθ' ἕκαστον εἶδος πολιτείας μ. make a division, ib. 1304b19: abs., split up the amount, ib. 1268b15: Arith., μ. τι παρά τι, εἴς τι, divide by.., Dioph.4.33,34, al.: abs., Gal.5.223.2 assign a part, allot,ἐφ' ἕκαστον μ. τὸ φιλεῖν Arist.MM 1213b5
; μ. τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν allot the interest according to the voyage, i.e. pay only a part of it, if a part only of the voyage has been performed, D.56.49; allot, assign spheres of duty, τινι PHamb.24.6 ([voice] Pass.); apportion, allocate funds, IG22.29.18, al., SIG577.22 (Milet., iii/ii B.C. ) ([voice] Pass., IG22.1672.116,al.);τὸ μὲν εἰς δαπάνην, τὸ δ' εἰς θησαυρισμόν Phld.Oec.p.71
J., cf. Sto.339.15, Metrod.Herc.831.13; bestow, POxy. 713.29 (i A.D.), etc.; κατὰ τόπους μ. τὰς ἀναγραφάς divide, arrange them, D.H.Th.9; μ. τινὰ τοῖς ποιηταῖς, i. e. make one a theme for several tragedies, Him.Ecl.4.18:—[voice] Pass., to be delivered over, εἰς ὕβριν καὶ δουλείαν Chor.p.216 B.II [voice] Med., μερίζεσθαί τι divide among themselves,χρήματα Din.1.10
, cf. Theoc.21.31;τι μετά τινος D.34.18
;πρός τινα τὴν ἀρχήν Hdn.3.10.6
; take possession of, τι D.34.35; ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν whether he had gone shares with his brother, Id.47.34.2 c. gen. rei, get a portion of, Is.9.24.III [voice] Pass., to be divided,κατὰ μέρος X.An.5.1.9
(s. v.l.);ἐπὶ πολλά Hp.Insomn.86
;τὸ μερίζεσθαι τὰς οὐσίας εἰς ὁποσονοῦν πλῆθος Arist.Pol. 1265b3
; μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (sc. αἱ πρόσοδοι) are distributed, ib. 1321b32; ἐς πᾶσαν πεῖραν μ. make attempts in every direction, App.BC4.78, cf. Luc.DDeor.24.1;μερίζεταί τι ἀπό τινος Id.Nav.8
.2 to be dispersed,ὕδωρ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν Pl.Ti. 56d
; to be split up,ἄνθρωπος πληγῇ τινι μεριζόμενος Democr.32
: metaph., have divided interests, disperse one's energy, Chor.p.11 B.; also, to be split into parties or factions, Plb.8.21.9, App.BC1.1, Hdn.3.10.4; μεμέρισται ὁ Χριστός; 1 Ep.Cor.1.13. -
20 μετασχηματίζω
A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC 335b26;τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21
; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—[voice] Med., with [dialect] Att. [tense] fut. - ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—[voice] Pass., to be changed in form, Pl.Lg. 906c, Arist. Cael. 298b31, GA 747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al.II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6.IV of stars and planets, in [voice] Pass., change their configuration,πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετασχηματίζω
См. также в других словарях:
ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι … Dictionary of Greek
αντιμετριέμαι — κ. ιούμαι βλ. αντιμετρώ … Dictionary of Greek
αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι … Dictionary of Greek
αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα … Dictionary of Greek
δροσολογώ — και άω (μέσ. ιέμαι και ιούμαι) 1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω 2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει») 3. δροσολογούμαι αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς … Dictionary of Greek
κατιούμαι — κατιοῡμαι, όομαι (Α) 1. σκουριάζω («ὑφ ἧς κατιοῡται καὶ χαλκὸς καὶ ἄργυρος», Στράβ.) 2. ρυπαίνομαι («ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾱν καὶ κατιωμένην... καταπεσούσης τῆς ἱστορίας», Δίων Κάσσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰοῦμαι «σκουριάζω» (<… … Dictionary of Greek
μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά … Dictionary of Greek
μαλλοκοπιέμαι — και ιούμαι μαλλιοτραβιέμαι, αλληλοτραβιέμαι μαλλιά με μαλλιά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κοπιέμαι (πρβλ. σταυρο κοπιέμαι)] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ԺԱՆԳՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0831 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ձ. ἱούμαι, ἱόομαι rubigine obducor. Ժանգահար, ժանգալից լինել. ժանկռոտիլ. ... *Կորո՛ զարծաթ վասն եղբօր եւ բարեկամի, եւ մի ժանկոտեսցի (կամ ցէ) ընդ քարիւ ʼի կորուստ. Սիր. ՟Ի՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)