См. также в других словарях:
Ἵμερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
ίμερος — ο 1. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. 2. ερωτικό πάθος: Τον κατέλαβε ίμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵμερος — ἵ̱μερος , ἵμερος longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρω — Ἵμερος masc nom/voc/acc dual Ἵμερος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гимерос — (Ίμερος) олицетворение страстного желания в теогонии древних греков. Он вместе с Эротом участвует в свите Афродиты. Статуя Г. произведение Скопаса, стояла перед храмом Афродиты в Мегарах … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ГИМЕР — • Ίμερος, см. Άφροδίτη, Афродита, 1; и Έρως, Эрос, в конце … Реальный словарь классических древностей
Ἱμέροις — Ἵμερος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέροισι — Ἵμερος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρου — Ἵμερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρους — Ἵμερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)