-
101 γυμνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνητικός
-
102 γυναικικός
A womanish, Arist. Pr. 895a32, GA 766b32 ([comp] Comp.); more like those of women,Id.
HA 582a13. Adv.[suff] γῠναικ-κῶς Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικικός
-
103 δαιμονικός
A possessed by a demon,ζῷον Plu.2.362f
: of things, sent by a demon, οὐ θεῖον, ἀλλὰ δ. ib.996c, cf.458c; δ. δύναμις ib.363a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιμονικός
-
104 δακτυλικός
A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλικός
-
105 δεκαδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαδικός
-
106 δέλφιξ
-
107 δενδρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρικός
-
108 δερματικός
II δερματικόν (sc. ἀργύριον), τό, the money received for the sale of the hides of sacrificial animals, IG2.741, Lycurg.Fr.1.III v. δαλματικόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δερματικός
-
109 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
110 δηκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηκτικός
-
111 δημαγωγικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημαγωγικός
-
112 δημαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημαρχικός
-
113 δημεραστής
A friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence Subst. [suff] δημεραστ-ία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. [suff] δημεραστ-ικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημεραστής
-
114 δημηγορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορικός
-
115 δημιουργικός
A of a craftsman, ; ; τεχνήματα craftsmen's works, Id.Lg. 846d; τιμαί, of cooks, Clidem.2. Adv.- κῶς
in a workmanlike manner,Ar.
Pax 429.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργικός
-
116 δημοικός
A of or for the people, in common use, δ. γράμματα in Egypt, opp. ἱρά, Hdt.2.36;οἶνος Plu.Mar.44
; of opinions and the like , popular,Arist.
Metaph. 989a11; common, ordinary,ὀνόματα Luc. Hist.Conscr.22
;ὕλη Max.Tyr.10.7
;πράγματα μικρὰ καὶ δ. Plu.2.408c
.II of the populace, one of them, D.21.209. Adv.-κῶς, ἐσταλμένος Luc.Scyth.5
.2 on the popular or democratic side,τὸ σόφισμα δ. Ar.Nu. 205
;ὄρνεα δ. Id.Av. 1584
;τὴν οὐ δ. παρανομίαν Th.6.28
; opp. ὀλιγαρχικός, Isoc.16.37;λέγεις πόσα δεῖ προσεῖναι τῷ δ. D.18.122
; οὐδὲν δ. πράττειν to do nothing for the people, X.HG2.3.39;δ. συκοφάνται Isoc.8.133
: generally, popular,δ. καὶ φιλάνθρωπος X.Mem.1.2.60
;τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. D.21.183
;δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Antiph.190.19
: hence, generous, kindly, affable, X.Mem.1.2.60;δ. τι καὶ πρᾶον Pl.Euthd. 303d
;πρᾶός τις καὶ δ. Plb. 10.26.1
;δ. καὶ φιλάνθρωπα Plu.Oth.1
. Adv. - κῶς affably, kindly,καλῶς καὶ δ. D.24.59
; φιλανθρώπως καὶ δ. ib.24: [comp] Comp.- ώτερον Plu. Demetr.42
.3 of governments, popular, democratic, : [comp] Comp.- ώτερα Id.Ath.22.1
.4 δ. δικαστήριον trying suits between citizens, SIG286.17 (Milet., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοικός
-
117 δημοκοπικός
A of or suited to aδημοκόπος, βίος δ. Pl.Phdr. 248e
;τὸ περὶ ἀνθρώπους δ. M.Ant.1.16
: [comp] Sup., App.Hisp.4 [suff] δημόκοπ-ος, ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκοπικός
-
118 δημοκρατικός
A of or for a democracy, ; δημοκρατικόν τι δρᾶν to do a popular act, Ar.Ra. 952;τὸ δίκαιον τὸ δ. Arist.Pol. 1280a9
. Adv.- κῶς D.S.2.32
, Str.6.3.4.II of persons ( δημοτικός is more usu. in this sense), favouring democracy or suited to democracy, Lys.25.8, Pl.R. 571a, Arist.EN 1131a27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκρατικός
-
119 Δημοσθένειος
A Demosthenic, Longin.34.2:—also [suff] Δημοσθεν-ικός, ή, όν, D.H.Rh.11.10, Luc.Dem.Enc.15. Adv.- κῶς Aristid.Rh.1p.510S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δημοσθένειος
-
120 διαβατικός
A transitive, A.D.Synt.43.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβατικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια … Dictionary of Greek
ἰκός — ἴξ worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η … Dictionary of Greek
πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] … Dictionary of Greek
σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] … Dictionary of Greek
τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] … Dictionary of Greek
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] … Dictionary of Greek
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek