-
121 διαβολικός
II devilish,δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια PLond.5.1731.11
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβολικός
-
122 διαγωγικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγωγικός
-
123 διαδοχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδοχικός
-
124 διαθετικός
A affecting,πάθος δ. ψυχῆς Anon.Lond.2.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθετικός
-
125 διακονικός
A serviceable, Ar.Pl. 1170, etc.; - κή (sc. τέχνη), ἡ, Pl.Plt. 299d; δ. φύσις Id. ap. Plu.2.416f: [comp] Comp.- ώτερος Id.Grg.517b
; αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα servants' business, menial work, Arist.Pol. 1277a36, 1333a7; δ. ἀρεταί ib. 1259b23. Adv.- κῶς
in the course of service,Men.
113; serviceably, Sor.1.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακονικός
-
126 διαλεκτικός
2 δ. ὄργανα organs of articulate speech, opp. φωνητικά, Gal.16.204.II skilled in dialectic, ;ἦ καὶ δ. καλεῖς τὸν λόγον ἑκάστου λαμβάνοντα τῆς οὐσίας; Id.R. 534b
; dialectical, Arist. Metaph. 995b23;δ. συλλογισμός Id.Top. 100a22
; πρὸς τοὺς δ., title of work by Metrodorus, D.L.10.24, cf. Phld.Rh.1.279 S., al.III ἡ διαλεκτική (sc. τέχνη) dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea, Arist.Fr.65; philosophical method,ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ δ. ἐπάνω κεῖται Pl.R. 534e
: ; περὶ -κῆς, title of work by Cleanthes, D.L.7.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλεκτικός
-
127 διαληπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαληπτικός
-
128 διαλογικός
A belonging to dialogue, or in dialogue form,περίοδος Demetr.Eloc.19
,21;εἶδος συγγραφῆς Porph.Plot.9
,17;συγγράμματα Phlp.in Cat.3.15
, cf. Dex.in Cat.4.2. Adv.-κῶς, ἀπαγγέλλειν TheonProg.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια … Dictionary of Greek
ἰκός — ἴξ worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η … Dictionary of Greek
πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] … Dictionary of Greek
σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] … Dictionary of Greek
τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] … Dictionary of Greek
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] … Dictionary of Greek
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek