-
1 ικανοποιώ
[иканопио] р. удовлетворять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ικανοποιώ
-
2 удовлетворять
ικανοποιώ- требованиям ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις, ικανοποιώ τα αιτήματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удовлетворять
-
3 удовлетворить
удовлетворить, удовлетворять ικανοποιώ* \удовлетворить просьбу ικανοποιώ την παράκληση \удовлетвориться ικανοποιούμαι, μένω ικανοποιημένος* * *= удовлетворятьудовлетвори́ть про́сьбу — ικανοποιώ την παράκληση
-
4 удовлетворить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворенный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.1. μ. ικανοποιώ•удовлетворить оскорблнного ικανοποιώ τον προσβλημένο•
удовлетворить требования ικανοποιώ τα αιτήματα•
удовлетворить потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού.
2. εφοδιάζω, προμηθεύω•удовлетворить предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα.
3. ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου).4. ευудовлетворить χαριστώ.5. παλ. αποζημιώνω.ικανοποιούμαι• ευχαριστιέμαι. -
5 удовлетворить
удовлетворитьсов, удовлетворять несов1. ικανοποιώ:\удовлетворить просьбу Ικανοποιώ παράκληση· \удовлетворить потребности ικανοποιώ τίς ἀνάγκες·2. (снабжать) ἐφοδιάζω·3. (соответствовать, отвечать) ἀνταποκρίνομαι:\удовлетворить всем требованиям ἀνταποκρίνομαι σέ ὅλες τίς ἀπαιτήσεις. -
6 спрос
спрос м η ζήτηση; \спрос и предложение η προσφορά και η ζήτηση; пользоваться \спросом έχω ζήτηση; удовлетворять \спрос ικανοποιώ τη ζήτηση ◇ без \спроса χωρίς άδεια* * *мη ζήτησηспрос и предложе́ние — η προσφορά και η ζήτηση
по́льзоваться спросом — έχω ζήτηση
удовлетворя́ть спрос — ικανοποιώ τη ζήτηση
•• -
7 требование
требование с 1) η απαίτηση; отвечать \требованиеям ικανοποιώ τις απαιτήσεις 2) (документ ) η αίτηση* * *с1) η απαίτησηотвеча́ть тре́бованиям — ικανοποιώ τις απαιτήσεις
2) ( документ) η αίτηση -
8 уважить
уважитьсов1. (что-л.) разг Ικανοποιώ:\уважить чыЪ-л. просьбу ίκανοποιώ τήν παράκληση κάποιου·2. (кого-л.) δείχνω φροντίδα, ἐπιδεικνύω σεβασμό. -
9 исполнить
ρ.σ.μ.1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•исполнить приказ εκτελώ διαταγή•
исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•
исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•
исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•
исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•
исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•
исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.
2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•исполнить роль παίζω το ρόλο•
исполнить гимн παίζω τον ύμνο•
исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•
исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.
1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.2. συμπληρώνω, κλείνω•мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.
γεμίζω, πληρούμαι•душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.
-
10 тешить
-шу, -шишьρ.δ.μ.1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.
2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.
1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι. -
11 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
12 ходатайство
1. (действие) η ενέργειαη διαμεσολάβηση2. (официальная письменная просьба) η αίτησηη γραπτή παράκλησηη αναφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатайство
-
13 частично
1. (не полностью) μερικώς 2. (на какую-то долю, в какой-то доле) μερικώς, ποσοστιαία, τμηματικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частично
-
14 исполнить
исполнитьсов., исполнять несов1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):\исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:\исполнить роль παίζω τόν ρόλο. -
15 навстречу
навстречунареч προς συνάντηση:ехать \навстречу πηγαίνω νά προϋπαντήσω· пойти́ кому́-л. \навстречу перен Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου. -
16 отвечать
отвечатьнесов1. ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι / ἀνταπαντώ (возражать):\отвечать урок λέω τό μάθημα· \отвечать у́стио (письменно) ἀπαντώ προφορικά (γραπτά)· \отвечать на вопрос ἀπαντῶ σέ ἐρώτηση· \отвечать на чу́в-ство ἀνταποκρίνομαι στό αίσθημα· \отвечать тем же ἀνταποδίδω τά ίδια (τά ἰσα), πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα·2. (нести ответственность за что-л.) φέρνω εὐθύνη, δίνω λόγο, εὐθύνομαι:он мне ответит за это αὐτός θά μοῦ τό πληρώσει· \отвечать головой за что-л. εὐθύνομαι μέ τό κεφάλι μου· \отвечать за последствия δίνω λόγον (или εἶμαι ὑπεύθυνος) διά τά ἐπακόλουθα, εὐθύνομαι γιά τίς συνέπειες· \отвечать за κο-ιχ3-л. εὐθύνομαι γιά κάποιον3. (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι:\отвечать требованиям ίκανοποιῶ τίς ἀπαιτήσεις, ἀνταποκρίνομαι στίς ἀπαιτήσεις. -
17 потакать
потакатьнесов разг Ικανοποιώ τίς ἰδιοτροπίες. -
18 требование
требовани||ес1. ἡ ἀπαίτηση [-ις], ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ διεκδίκηση [-ις]:по первому \требованиею μόλις τό ζητήσει κανείς' удовлетворить чьй-л, \требованиея ίκανοποιώ τίς ἀπαιτήσεις κάποιου· выдвигать \требованиея διεκδικώ·2. \требованиея мн. (норма, запросы, правила) οἱ ἀπαιτήσεις:человек с высокими \требованиеями ἀνθρωπος μέ ἀξιώσεις· отвечать современным \требованиеям ἀνταποκρίνομαι στίς σημερινές ἀπαιτήσεις·3. (документ) ἡ ἀϊτηση [-ις]:послать \требование на что́-л. στέλνω αίτηση γιά κάτι. -
19 ублажать
ублажатьнесов, ублажить сов разг ικανοποιώ, προξενώ εὐχαρίστηση. -
20 угождать
угождатьнесов (кому-л.) εὐχαριστώ, Ικανοποιώ.
См. также в других словарях:
ικανοποιώ — ικανοποιώ, ικανοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ικανοποιώ — ικανοποίησα, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος 1. εκπληρώνω ανάγκες ή απαιτήσεις ή επιθυμίες κάποιου: Ικανοποιώ τα αιτήματα των εργαζομένων. – Ικανοποίησε τη δίψα του για μάθηση. 2. αποζημιώνω, ανταμείβω κόπους, επανορθώνω αδικία: Ικανοποιώ τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ικανοποιώ — (Μ ἱκανοποιῶ, έω) παρέχω ικανοποίηση, αποδίδω το δίκαιο, αποζημιώνω («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη φιλοτιμία του») νεοελλ. 1. δίνω κάτι που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων… … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
ανικανοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος 2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του 3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε 4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… … Dictionary of Greek
αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι … Dictionary of Greek
αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι … Dictionary of Greek