Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ικανοποιώ

  • 21 уступать

    уступать
    несов, уступить сов
    1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:
    \уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·
    2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:
    \уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·
    3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:
    \уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·
    4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:
    не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι.

    Русско-новогреческий словарь > уступать

  • 22 ублажать

    [ουμπλαζάτ'] ρ. ικανοποιώ

    Русско-греческий новый словарь > ублажать

  • 23 угождать

    [ουγκαζντάτ'] ρ. ικανοποιώ

    Русско-греческий новый словарь > угождать

  • 24 удовлетворять

    [ουνταβλιτβαργιάτ'/] ρ. ικανοποιώ

    Русско-греческий новый словарь > удовлетворять

  • 25 ублажать

    [ουμπλαζάτ'] ρ ικανοποιώ

    Русско-эллинский словарь > ублажать

  • 26 угождать

    [ουγκαζντάτ'] ρ ικανοποιώ

    Русско-эллинский словарь > угождать

  • 27 удовлетворять

    [ουνταβλιτβαργιάτ'] ρ ικανοποιώ

    Русско-эллинский словарь > удовлетворять

  • 28 довольствовать

    -ствую, -ствуешь, ρ.δ.μ.
    1. παλ. ικανοποιώ (κάποια ανάγκη).
    2. (στρατ.) εφοδιάζω, προμηθεύω (με τρόφιμα, ιματισμό, οικονομικά).
    1. ικανοποιούμαι, είμαι ικανοποιημένος• αρκούμαι•

    довольствовать малым αρκούμαι στα λίγα•

    довольствовать немногим είμαι ολιγαρκής, αρκούμαι στα λίγα.

    2. (στρατ.) εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > довольствовать

  • 29 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 30 льстить

    льщу, льстишь
    ρ.δ.
    1. (με δοτ. κ. ως αμ.) κολακεύω, γαλιφίζω, θωπεύω• -/ начальству κολακεύω τους προϊστάμενους•

    не льсти μη κολακεύεις.

    2. βαυκαλίζω, ικανοποιώ•

    успехи -ли его самолюбию οι επιτυχίες κολάκευαν το φιλότιμο του•

    льстить себя несбыточными надеждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με μάταιες ελπίδες.

    κολακεύομαι• βαυκαλίζομαι. || ελπίζω.
    εκφρ.
    льстить надеждой – βαυκαλίζομαι με την ελπίδα.

    Большой русско-греческий словарь > льстить

  • 31 навстречу

    επίρ.
    σε (η προς, για) συνάντηση, υποδοχή, προύπάντηση.
    εκφρ.
    идти навстречу – α) (για κακό)•
    идти навстречу своей гибели – επιταχύνω το τέλος μου, πηγαίνω να βρω το θάνατο μου. β) ικανοποιώ• διάκειμαι συμβιβαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > навстречу

  • 32 насытить

    -ыщу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χορταίνω•

    насытить голодного χορταίνω τον πεινασμένο•

    насытить землю водой χορταίνω τη γη με νερό.

    2. εφοδιάζω πλήρως•

    насытить библиотеку произведениями классиков εφοδιάζω τη βιβλιοθήκη με έργα κλ,ασσικά (κλασσικών συγγραφέων).

    || μτφ. ικανοποιώ πλήρως.
    3. υπερπληρώ, πληρώ κατά κόρο.
    1. χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. || μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως.
    2. μτφ. πληρούμαι•

    земля -лэсь водой η γη χόρτασε νερό•

    воздух постепенно -лся вредными испарениями ο αέρας βαθμιαία γέμισε από βλαβερές αναθυμιάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > насытить

  • 33 натешить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    χορταίνω, ικανοποιώ πλήρως, απολαβαινω διασκεδάζω.
    διασκεδάζω, χαροποιούμαι. || κοροϊδεύω, περιγελώ, εμπαίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > натешить

  • 34 побаловать

    ρ.σ.
    1. περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση• προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα).
    2. ασχολούμαι με κάτι χάρη δ ιασκέδασης.
    1. βλ. баловаться.
    2. ασχολούμαι για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > побаловать

  • 35 потрафить

    ρ.σ. (απλ.).
    1. ευχαριστώ, κάνω το γούστο κάποιου, ικανοποιώ.
    2. κάνω όπως πρέπει, όπως αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > потрафить

  • 36 требование

    ουδ.
    1. απαίτηση, αξίωση, διεκδίκηση• αίτημα•

    требование денег απαίτηση χρημά•

    требование удовлетворить -я бастующих ικανοποιώ τα αιτήματα των απεργών•

    -я моды οι απαιτήσεις της μόδας•

    высокие -я μεγάλες απαιτήσεις•

    территориальные -я εδαφικές διεκδικήσεις•

    выдвигать -я προβάλλω διεκδίκησε ις (αξιώσεις).

    || κλήση, κλήτευση•

    требование суда δικαστική κλήση.

    2. ζήτηση•

    большое требование на меха μεγάλη ζήτηση στις γούνες.

    || αίτηση γραπτή. || πλθ. -я τα απαιτούμενα•

    -я к поступающим в вузы τα απαιτούμενα για την εισαγωγή στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

    Большой русско-греческий словарь > требование

  • 37 ублаготворить

    ρ.σ.μ. παλ. ικανοποιώ πλήρως • κάνω όλα τα χατήρια.
    ικανοποιούμαι πλήρως• μένω υπερευχαριστημένος•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έμειναν πλήρως ευχαριστημένοι.

    Большой русско-греческий словарь > ублаготворить

  • 38 ублажать

    ρ.δ.μ. ικανοποιώ, ευχαριστώ.
    ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ублажать

  • 39 уважить

    ρ. σ.
    1. μ. ικανοποιώ• εκτελώ, εκ-πληρώ, κάνω τη χάρη κάποιου.
    2. σέβομαι, υπολήπτομαι, εκτιμώ.

    Большой русско-греческий словарь > уважить

  • 40 угадать

    ρ.σ.
    1. μαντεύω, προεικάζω• προβλέπω• προγινώσκω• угадать μαντεύω τι καιρός θα κάνει. || κάνω διάγνωση•

    он -ал его характер αυτός διέγνωσε, το χαρακτήρα του.

    2. μ. (απλ.) αναγνωρίζω•

    я не -ал его δεν τον ανεγνώρισα.

    3. (απλ.) βρίσκομαι τυχαία κάπου• πέφτω.
    4. (απλ.) βρίσκω, πετυχαίνω (για στόχο).
    5. (απλ.) ευχαριστώ, ικανοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > угадать

См. также в других словарях:

  • ικανοποιώ — ικανοποιώ, ικανοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ικανοποιώ — ικανοποίησα, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος 1. εκπληρώνω ανάγκες ή απαιτήσεις ή επιθυμίες κάποιου: Ικανοποιώ τα αιτήματα των εργαζομένων. – Ικανοποίησε τη δίψα του για μάθηση. 2. αποζημιώνω, ανταμείβω κόπους, επανορθώνω αδικία: Ικανοποιώ τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ικανοποιώ — (Μ ἱκανοποιῶ, έω) παρέχω ικανοποίηση, αποδίδω το δίκαιο, αποζημιώνω («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη φιλοτιμία του») νεοελλ. 1. δίνω κάτι που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων… …   Dictionary of Greek

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • ανικανοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος 2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του 3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε 4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»