-
1 ιδιάζουσαι
-
2 ἰδιάζουσαι
-
3 ἰδιάζω
A to be alone, Hdn. 4.12.7, 7.6.7, D.C.66.9;ἰδιάζουσαι Herod.6
tit.; δωμάτιον ἰδιάζον secluded, Hld.7.12; ἰ. πρός τινα to be alone with.., ib.25; ἰ. θεῷ to be alone with God, Ph.1.95; ἰ. πράγματι devote oneself to a thing, Com.Adesp.414:—so in [voice] Med., of members of a chorus, sing independently, Arist.Pr. 922a35.II to be peculiar,ἰδιάζοντα γένη λίθων Phld. Sign.28
, cf. Jul.Gal. 143a;ἰ. τῇ φύσει D.S.2.58
;ἰδιάζουσα φύσις Id.3.46
, Hld.2.28;ἰδιάζον συμπόσιον Ath.1.12a
; αἱ ἰδιάζουσαι ἀρχαί special principles, Dam.Pr. 134; of drugs, ἰδιάζων special, superior, Dsc.1.14;ἃ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα S.E.M.7.133
; ἰ. τινί to be peculiarly adapted to.., Ael.NA6.19; βωμὸς τῷ Διονύσῳ ἰδιάζων appropriated to D., Hld.10.6: c. gen., to be the property of, J.AJ16.7.3.b ἡ -άζουσα θερμασία its proper heat, Herod.Med. ap. Orib.5.30.12.2 Gramm., to be peculiar to an individual,τὰ κτητικὰ -άζει κατὰ τὸν κτήτορα A.D. Pron.105.4
, cf. Synt.128.13, al.:—so in [voice] Med., [ὁ βασιλεὺς] μᾶλλον -άζεται τοῦ Πτολεμαίου ib.84.20.
См. также в других словарях:
ἰδιάζουσαι — ἰδιάζω to be alone pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
ИОАННА ЛАМПАДИСТА МОНАСТЫРЬ — [греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ], находится в с. Калопанайотис, в 60 км от Никосии, в долине Маратаса, лежащей между горными цепями Троодоса (Кипр). В старину долина называлась Мирианфуса, т. е. «покрытая десятками тысяч цветов».… … Православная энциклопедия