-
1 θύσαν
θύω 1offer by burning: aor part act neut nom /voc /acc sgθύω 1offer by burning: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)θύω 2rage: aor part act neut nom /voc /acc sgθύω 2rage: aor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
2 θῦσαν
θύω 1offer by burning: aor part act neut nom /voc /acc sgθύω 1offer by burning: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)θύω 2rage: aor part act neut nom /voc /acc sgθύω 2rage: aor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
3 θυσαν-ώδης
θυσαν-ώδης, ες, troddel-, quastenartig, Theophr.
-
4 θυσάν-ουρος
θυσάν-ουρος, mit zottigem Schwanze, Hesych.
-
5 θυσάνουρος
A with a ragged tail, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσάνουρος
-
6 θυσανώδης
θῠσαν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανώδης
-
7 θυσανωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανωτός
-
8 θυσάνουρος
-
9 θυσανώδης
θυσαν-ώδης, ες, troddel-, quastenartig -
10 θυσσαν-
эп. = θυσαν- -
11 θυσσανόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσσανόεις
См. также в других словарях:
θῦσαν — θύω 1 offer by burning aor part act neut nom/voc/acc sg θύω 1 offer by burning aor ind act 3rd pl (homeric ionic) θύω 2 rage aor part act neut nom/voc/acc sg θύω 2 rage aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμψίουρος — καμψίουρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που κάμπτει την ουρά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος ο σκίουρος, η βερβερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι (< κάμπτω) + ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. τού τ. τερψί μβροτος*] … Dictionary of Greek
κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… … Dictionary of Greek
μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… … Dictionary of Greek