-
1 θυμωδης
21) смелый, отважный(θ. καὴ εὔελπις Arst.)
2) горячий, норовистый, непокорный(ζῷα Arst.)
3) пылкий, вспыльчивые, резкий(χαλεπὸς καὴ θ. Arst.)
-
2 θυμώδης
θῠμώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμώδης
-
3 θυμώδης
θῡμώδης, θυμώδηςfierce: masc /fem acc pl (attic epic doric)θῡμώδης, θυμώδηςfierce: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)θῡμώδης, θυμώδηςfierce: masc /fem nom sg -
4 θυμώδης
ης, ες вспыльчивый, легко раздражающийся -
5 θυμώδης
-ης,-ες A 0-0-1-5-2=8 Jer 37(30),23; Prv 11,25; 15,18; 22,24; 29,22passionate Prv 11,25; furious, angry Prv 29,22; wrathful Jer 37(30),23*Prv 31,4 θυμώδεις εἰσίν they are prone to anger-ל אף for MT ל אל it is not for... -
6 θυμώδης
θυμ-ώδης, ες, thymianartig -
7 θῡμώδης
θῡμ-ώδης, ες, zornig, heftig -
8 θυμωδέστερον
θῡμωδέστερον, θυμώδηςfierce: adverbial compθῡμωδέστερον, θυμώδηςfierce: masc acc comp sgθῡμωδέστερον, θυμώδηςfierce: neut nom /voc /acc comp sg -
9 θυμώδει
θῡμώδει, θυμώδηςfierce: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)θῡμώδει, θυμώδηςfierce: masc /fem /neut dat sgθῡμώδεϊ, θυμώδηςfierce: dat sg (epic) -
10 θυμώδη
θῡμώδη, θυμώδηςfierce: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)θῡμώδη, θυμώδηςfierce: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)θῡμώδη, θυμώδηςfierce: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
11 θυμώδες
-
12 θυμῶδες
-
13 θυμώδεις
θῡμώδεις, θυμώδηςfierce: masc /fem acc plθῡμώδεις, θυμώδηςfierce: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
14 вспыльчивый
вспыльчив||ыйприл εὐέξαπτος, ὁξύθυμος, εὐερέθιστος, θυμώδης. -
15 θυμωδών
-
16 θυμωδῶν
-
17 θυμωδέστατοι
θῡμωδέστατοι, θυμώδηςfierce: masc nom /voc superl pl -
18 θυμωδέστερα
θῡμωδέστερα, θυμώδηςfierce: neut nom /voc /acc comp pl -
19 θυμώδεσιν
θῡμώδεσιν, θυμώδηςfierce: masc /fem /neut dat pl -
20 θυμώδους
θῡμώδους, θυμώδηςfierce: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυμώδης — θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem acc pl (attic epic doric) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… … Dictionary of Greek
θυμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμωδέστερον — θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce adverbial comp θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce masc acc comp sg θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδει — θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut dat sg θῡμώδεϊ , θυμώδης fierce dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδη — θῡμώδη , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμῶδες — θῡμῶδες , θυμώδης fierce masc/fem voc sg θῡμῶδες , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδεις — θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem acc pl θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
яростивый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (θυμώδης) ярый, гневливый, запальчивый. … … Словарь церковнославянского языка
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… … Dictionary of Greek