-
1 θυμώδες
-
2 θυμῶδες
См. также в других словарях:
θυμῶδες — θῡμῶδες , θυμώδης fierce masc/fem voc sg θῡμῶδες , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… … Dictionary of Greek