-
1 θῡμο-ειδής
θῡμο-ειδής, ές, muthig. zornig, Ggstz ἄϑυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von εὐπειϑής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ ϑυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.
-
2 θυμοειδής
θῡμο-ειδής, ές,b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: [comp] Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοειδής
-
3 θῡμοειδής
θῡμο-ειδής, ές, mutig. zornig, Ggstz ἄϑυμος; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι. Ggstz von εὐπειϑής; Mut -
4 θυμοειδης
См. также в других словарях:
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… … Dictionary of Greek