-
21 ἔκ-θῡμα
-
22 θύμ'
θύμα, θύμονCretan thyme: neut nom /voc /acc plθύμε, θύμοςCretan thyme: masc voc sg -
23 θύμαθ'
θύ̱ματα, θῦμαvictim: neut nom /voc /acc plθύ̱ματι, θῦμαvictim: neut dat sgθύ̱ματε, θῦμαvictim: neut nom /voc /acc dual -
24 θύματ'
θύ̱ματα, θῦμαvictim: neut nom /voc /acc plθύ̱ματι, θῦμαvictim: neut dat sgθύ̱ματε, θῦμαvictim: neut nom /voc /acc dual -
25 ξυμα
-
26 συμα
-
27 θυμ'
-
28 θῦμ'
-
29 ἐνέστιος
ἐνέστιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέστιος
-
30 κατα-βάλλω
κατα-βάλλω (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ ϑεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρϑένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ ϑῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φϑόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φϑόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχϑύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦϑα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποϑέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληϑῇ γένους ὀρϑῶς, ἀνάγκη δυςτυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοϑεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.
-
31 θῡμάτιον
-
32 ἁπάλιος
-
33 ἐπ-εύχομαι
ἐπ-εύχομαι, 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, ϑεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως ϑεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχϑροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσϑαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι ϑεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ ϑεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ ϑῦμα ἑλεῖν Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι ϑεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῠναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάςδ' ἐπεύχεσϑαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, ϑεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, ἐπεύχομαι ϑήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, μόρον ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; ὅρκος μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειϑοῠσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; Ἄργος πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα ϑράσος Rhes. 693; ἣν οὔποτε ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
-
34 ἐπί-βοιον
-
35 ευγαθητος
-
36 θυματιον
-
37 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена -
38 προθυμα
-
39 αθώος
α, ο[ν]1) невиновный, невинный, безвинный;αθώο θύμα — невинная жертва;
2) невиновный, оправданный (судом);κηρύχθηκε αθώ — он признан невиновным;
3) бесхитростный, простодушный, наивный; добродушный;4) невинный, безобидный;αθώες διασκεδάσεις — невинные развлечения, удовольствия;
5) чистый, без примеси;αθώο κρασί — некрепкое вино
-
40 εξιλαστήριος
ος, ον, εξιλαστήριος τκός, η ό[ν] умилостивительный; искупительный;εξιλαστικό Θύμα — умилостивительная жертва
См. также в других словарях:
θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek