-
1 ἐνίστιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίστιος
-
2 ἐνέστιος
ἐνέστιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέστιος
См. также в других словарях:
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek