Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θῠ-ηλή

См. также в других словарях:

  • Ἤλη — Ἦλις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤλη — ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐλαύνω drive imperf ind act 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτηλος — ήλη, ον και πέταλος, άλη, ον, Α 1. εκτεταμένος, απλωμένος 2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ τού πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα λος (πρβλ. έκ η λος, κίβδ η λος)] …   Dictionary of Greek

  • ξυήλη — και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α) 1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα 2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που τό κρεμούσαν από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. ήλη… …   Dictionary of Greek

  • συήλη — ἡ, Α (μόνο στον πληθ.) αἱ συῆλαι (κατά τον Ησύχ.) «τόποι βορβορώδεις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς με επίθημα ηλη (πρβλ. θυ ηλή)] …   Dictionary of Greek

  • τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… …   Dictionary of Greek

  • Nelly (prenom) — Nelly (prénom) Nelly est un prénom féminin, d origine celtique ou germanique[réf. nécessaire], dérivé de Hélène, du grec Ἥλη / Hếlê signifiant « éclat du soleil »[1] Les Nelly sont fêtées le 18 août ou le 26 octobre …   Wikipédia en Français

  • Nelly (prénom) — Pour les articles homonymes, voir Nelly. Nelly est un prénom féminin, d origine celtique ou germanique[réf. nécessaire], dérivé de Hélène, du grec Ἥλη / Hếlê signifiant « éclat du soleil »[1 …   Wikipédia en Français

  • θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • προπέτηλον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεποίηται ἀπὸ τοῡ προπίπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + πέτηλος, ήλη, ον «εκτεταμένος, απλωμένος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»