-
1 θυμόεις
-
2 θυμόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμόεις
-
3 θυμόεις
θυμόεις, εσσα, εν, voll Thymian -
4 θυμόεντος
θυμόειςthymy: masc /neut gen sg -
5 θύμον
Grammatical information: n.,Meaning: `thyme' (IA)Other forms: rarely - ος m.Compounds: As 1. member in θυμ-ελαία f. name of a plant, perh. `Daphne Cnidium' (Dsc., Plin.; cf. on ἐλαία) with - αΐτης ( οἶνος) `wine spiced with th.' (Dsc.; vgl. Redard Les noms grecs en - της 96); θυμ-οξ-άλμη f. `drink from thyme, vinegar and brine' (Dsc.).Derivatives: θύμιον = σμῖλαξ, also `large wart' (Hp., Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 97), θυμίτης `spiced with th.' (Ar., Dsc.; Redard 93 und 96), θύμινον ( μέλι) `from th.' (Colum., Apul.), θυμόεις `rich in th.' (Choeril.), θυμώδης `th.-like' (Thphr.). Denomin. verb θυμίζω `taste th.' (sp. medic.), θυμιχθείς πικρανθείς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Primary μο-deriv. from 2. θύω `smoke' (s. v.), because of the scent? (Strömberg Pflanzennamen 27); to my mind doubtful. A local plant name, so prob. Pre-Greek. - On θύμαλλος fish name s. v.Page in Frisk: 1,693Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύμον
См. также в других словарях:
θυμόεις — θυμόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. όεις, πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις] … Dictionary of Greek
θυμόεντος — θυμόεις thymy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… … Dictionary of Greek