-
1 θήναι
-
2 θῆναι
-
3 ἐνεχ θῆναι
ἐνεχ θῆναι, aor. pass. zu φέρω.
-
4 αποπειραθήναι
ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
5 ἀποπειραθῆναι
ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)ἀποπειρᾱθῆναι, ἀποπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
6 διαπειραθήναι
διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
7 διαπειραθῆναι
διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
8 θεαθήναι
θεᾱθῆναι, θεάομαιgaze at: aor inf mp (attic)θεᾱθῆναι, θεάομαιgaze at: aor inf mp (doric aeolic)θεᾱθῆναι, θεάωgaze at: aor inf pass (attic)θεᾱθῆναι, θεάωgaze at: aor inf pass (doric aeolic) -
9 θεαθῆναι
θεᾱθῆναι, θεάομαιgaze at: aor inf mp (attic)θεᾱθῆναι, θεάομαιgaze at: aor inf mp (doric aeolic)θεᾱθῆναι, θεάωgaze at: aor inf pass (attic)θεᾱθῆναι, θεάωgaze at: aor inf pass (doric aeolic) -
10 καταφωραθήναι
καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (attic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (doric aeolic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (attic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (doric aeolic) -
11 καταφωραθῆναι
καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (attic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (doric aeolic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (attic)καταφωρᾱθῆναι, καταφωράωcatch in a theft: aor inf pass (doric aeolic) -
12 συσπειραθήναι
συσπειρᾱθῆναι, συσπειράομαιaor inf pass (attic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράομαιaor inf pass (doric aeolic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράωcontract: aor inf pass (attic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράωcontract: aor inf pass (doric aeolic) -
13 συσπειραθῆναι
συσπειρᾱθῆναι, συσπειράομαιaor inf pass (attic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράομαιaor inf pass (doric aeolic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράωcontract: aor inf pass (attic)συσπειρᾱθῆναι, συσπειράωcontract: aor inf pass (doric aeolic) -
14 ανιαθήναι
ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάομαιcure again: aor inf mp (attic doric)ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάομαιcure again: aor inf mp (doric aeolic)ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάωgrieve: aor inf pass (attic doric) -
15 ἀνιαθῆναι
ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάομαιcure again: aor inf mp (attic doric)ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάομαιcure again: aor inf mp (doric aeolic)ἀνιᾱθῆναι, ἀνιάωgrieve: aor inf pass (attic doric) -
16 εξεραθήναι
ἐξερᾱθῆναι, ἐξεράωevacuate: aor inf pass (attic)ἐξερᾱθῆναι, ἐξεράωevacuate: aor inf pass (doric aeolic)ἐξερᾱθῆναι, ἐξερέωwill speak: aor inf pass (attic) -
17 ἐξεραθῆναι
ἐξερᾱθῆναι, ἐξεράωevacuate: aor inf pass (attic)ἐξερᾱθῆναι, ἐξεράωevacuate: aor inf pass (doric aeolic)ἐξερᾱθῆναι, ἐξερέωwill speak: aor inf pass (attic) -
18 παροραθήναι
παρορᾱθῆναι, παροράωlook at by the way: aor inf pass (attic)παρορᾱθῆναι, παροράωlook at by the way: aor inf pass (doric aeolic)παρορᾱθῆναι, παρορέωto be adjacent: aor inf pass (attic) -
19 παροραθῆναι
παρορᾱθῆναι, παροράωlook at by the way: aor inf pass (attic)παρορᾱθῆναι, παροράωlook at by the way: aor inf pass (doric aeolic)παρορᾱθῆναι, παρορέωto be adjacent: aor inf pass (attic) -
20 προσοραθήναι
προσορᾱθῆναι, προσοράωlook at: aor inf pass (attic)προσορᾱθῆναι, προσοράωlook at: aor inf pass (doric aeolic)προσορᾱθῆναι, προσορέωborder on: aor inf pass (attic)
См. также в других словарях:
θῆναι — θάω pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειραθῆναι — διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (doric aeolic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαθῆναι — θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (attic) θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (doric aeolic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (attic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφωραθῆναι — καταφωρᾱθῆναι , καταφωράω catch in a theft aor inf pass (attic) καταφωρᾱθῆναι , καταφωράω catch in a theft aor inf pass (doric aeolic) καταφωρᾱθῆναι , καταφωράω catch in a theft aor inf pass (attic) καταφωρᾱθῆναι , καταφωράω catch in a theft… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπειραθῆναι — συσπειρᾱθῆναι , συσπειράομαι aor inf pass (attic) συσπειρᾱθῆναι , συσπειράομαι aor inf pass (doric aeolic) συσπειρᾱθῆναι , συσπειράω contract aor inf pass (attic) συσπειρᾱθῆναι , συσπειράω contract aor inf pass (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειραθῆναι — ἀποπειρᾱθῆναι , ἀποπειράομαι make trial aor inf mp (attic) ἀποπειρᾱθῆναι , ἀποπειράομαι make trial aor inf mp (doric aeolic) ἀποπειρᾱθῆναι , ἀποπειράομαι make trial aor inf pass (attic) ἀποπειρᾱθῆναι , ἀποπειράομαι make trial aor inf pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροραθῆναι — παρορᾱθῆναι , παροράω look at by the way aor inf pass (attic) παρορᾱθῆναι , παροράω look at by the way aor inf pass (doric aeolic) παρορᾱθῆναι , παρορέω to be adjacent aor inf pass (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοραθῆναι — προσορᾱθῆναι , προσοράω look at aor inf pass (attic) προσορᾱθῆναι , προσοράω look at aor inf pass (doric aeolic) προσορᾱθῆναι , προσορέω border on aor inf pass (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιαθῆναι — ἀνιᾱθῆναι , ἀνιάομαι cure again aor inf mp (attic doric) ἀνιᾱθῆναι , ἀνιάομαι cure again aor inf mp (doric aeolic) ἀνιᾱθῆναι , ἀνιάω grieve aor inf pass (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεραθῆναι — ἐξερᾱθῆναι , ἐξεράω evacuate aor inf pass (attic) ἐξερᾱθῆναι , ἐξεράω evacuate aor inf pass (doric aeolic) ἐξερᾱθῆναι , ἐξερέω will speak aor inf pass (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθῆναι — αἰτιᾱθῆναι , αἰτιάομαι accuse aor inf mp (attic) αἰτιᾱθῆναι , αἰτιάομαι accuse aor inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)