Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεαθῆναι

  • 1 θεαθήναι

    θεᾱθῆναι, θεάομαι
    gaze at: aor inf mp (attic)
    θεᾱθῆναι, θεάομαι
    gaze at: aor inf mp (doric aeolic)
    θεᾱθῆναι, θεάω
    gaze at: aor inf pass (attic)
    θεᾱθῆναι, θεάω
    gaze at: aor inf pass (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > θεαθήναι

  • 2 θεαθῆναι

    θεᾱθῆναι, θεάομαι
    gaze at: aor inf mp (attic)
    θεᾱθῆναι, θεάομαι
    gaze at: aor inf mp (doric aeolic)
    θεᾱθῆναι, θεάω
    gaze at: aor inf pass (attic)
    θεᾱθῆναι, θεάω
    gaze at: aor inf pass (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > θεαθῆναι

  • 3 θεαθῆναι

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεαθῆναι

  • 4 θεαθήναι

    gösteriş olsun

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > θεαθήναι

  • 5 θεαομαι

        эп.-ион. θηέομαι, дор. θᾱέομαι (fut. θεάσομαι, aor. ἐθεᾱσάμην)
        1) смотреть, глядеть, разглядывать
        

    (μέγα ἔργον Hom.)

        τὸν πάντες λαοὴ ἐπερχόμενον θηεῦντο Hom. — все (с удивлением) глядели на приближающегося (Телемаха);
        ζητεῖν τεθεᾶσθαί τι Arph.стараться взглянуть на (увидеть) что-л.;
        πρὸς τὸ θεαθῆναί τινι NT.чтобы показаться кому-л., т.е. для виду;
        ἐλπίζω θεάσασθαι ὑμᾶς NT.надеюсь свидеться с вами

        2) быть зрителем, осматривать, обозревать
        

    θ. τὸν πόλεμον Her. — быть свидетелем военных действий;

        θ. τὸ στράτευμα Xen. — делать смотр войску;
        τέν θέσιν τῆς πόλεως θ. Thuc. — обследовать (разведать) положение города;
        οἱ θεώμενοι Arph.зрители (преимущ. в театре)

        3) созерцать
        

    (τὸ ἀληθές Plat.)

        4) рассматривать, подвергать рассмотрению
        

    (τὰ ὀνόματα Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > θεαομαι

  • 6 θεώμαι

    (α) (αόρ. εθεάθην и εθεασάμην;
    1. μετ. созерцать; наблюдать;

    θεώμαι τούς, διαβάτας — наблюдать за прохожими;

    2. αμετ. быть замеченным;
    εθεάθη., его видели...; § προς το θεαθήναι напоказ, для вида

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θεώμαι

  • 7 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 8 видимость

    θ.
    ορατότητα•

    в пределах -и στα όρια της ορατότητας•

    горизонтальная οριζόντια ορατότητα•

    поле -и πεδίο ορατότητας.

    || φαινομενικότητα• οφθαλμαπάτη•

    для -и για τα μάτια, για το θεαθήναι•

    по -и όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видимость

  • 9 копейка

    -и, γεν. πλθ. -ек, δοτ. -йкам θ.
    1. καπίκι.
    2. χρήματα.
    εκφρ.
    без -и – αδέκαρος, άφραγκος•
    до (последней) -и – ως το (τελευταίο) καπίκι•
    не иметь ни -и – δεν έχω ούτε δεκάρα•
    с -ами – μερικά καπίκια παραπάνω (από το ποσό)•
    последнюю -у поставить ребром – ξοδεύω και το τελευταίο καπίκι για επίδειξη, για το θεαθήναι•
    копейка в -у – ακριβέστατα, μέχρι και το λεπτό (για λογαριασμό)•
    в -у стать – κοστίζω ακριβά•
    за -у уступить ή отдать – πουλώ πάμφτηνα, μισοτιμής•
    ни за -у – με κανένα τρόπο, με τίποτε•
    дрожать ή трястись над каждой -ой – τρέμω για το κάθε καπίκι (από τσιγκουνιά)•
    как одну -у – όλο το ποσό, ολοκληρωτικά, μέχρι δεκάρα.

    Большой русско-греческий словарь > копейка

  • 10 мебель

    θ. αθρσ. έπιπλα, επίπλωση.
    εκφρ.
    для -и – για ομορφιά, για φιγούρα, για τα μάτια, για το θεαθήναι.

    Большой русско-греческий словарь > мебель

  • 11 модель

    θ.
    1. πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο.
    2. τύπος, καλούπι. || μάρκα (τύπος κατασκευής).
    3. πρόπλασμα.
    εκφρ.
    для -и – για το θεαθήναι, για φιγούρα, για τα μάτια (του κόσμου).

    Большой русско-греческий словарь > модель

  • 12 отвод

    α.
    1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...
    2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.
    3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.
    4. παραχώρηση, χορήγηση.
    5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.
    6. εξαίρεση•

    заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.

    7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.
    8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.
    9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.
    10. παλ. κλήρος γης.
    εκφρ.
    для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•
    полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.

    Большой русско-греческий словарь > отвод

  • 13 формальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. τυπικός.
    2. γινόμενος κατά τους τύπους. || επιβαλλόμενος από συνήθεια ή κανονισμό. || για το θεαθήναι.
    3. φορμαλιστικός.
    4. (γλωσ.) κλιτός, τυπικός, γραμματικός•

    -ое значение слова η γραμματική σημασία της λέξης.

    5. βλ. форменный (3 σημ.).
    εκφρ.
    - ая логика – τυπική λογική.

    Большой русско-греческий словарь > формальный

  • 14 πρός

    πρός prep. expressing direction ‘on the side of’, ‘in the direction of’: w. gen. ‘from’, dat. ‘at’, or acc. (the most freq. usage in our lit.) ‘to’ (s. the lit. s.v. ἀνά. beg.) (Hom.+).
    w. gen. (pseudepigr. only TestSol 10:4 C; apolog. exc. Ar.) marker of direction or aspect from which someth. is determined, to the advantage of, advantageous for (Thu. 3, 59, 1 οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης τάδε; Hdt. 1, 75; Dionys. Hal. 10, 30, 5; Diod S 18, 50, 5; Lucian, Dial. Deor. 20, 3; Mel., HE 4, 26, 8; Ath. 36, 1; B-D-F §240; Rob. 623f) οἱ πρ. ζωῆς μαζοί the life-giving breasts 1 Cl 20:10. πρ. τῆς σωτηρίας in the interest of safety Ac 27:34 (πρὸς τῆς ς. as Jos., Ant. 16, 313).
    w. dat. (pesudepigr. only TestSol 6:4 D; TestAbr [s. below]; JosAs 19:1.—Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10) marker of closeness of relation or proximity
    of place near, at, by (Hom. et al. incl. Aristarch. Samos 398, 20; LXX; TestSol 6:4 D; Jos., Ant 8, 349; 381) Mk 5:11; around Rv 1:13. πρ. τῇ θύρᾳ ἑστηκέναι stand at the door (Menand., Fgm. 420, 1; 830 K.=352, 1; 644 Kö.; JosAs 19:1) J 18:16; cp. 20:11. πρὸς τῇ πύλῃ GJs 4:4; ἐγγίζοντος αὐτοῦ πρ. τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους when he came close to the slope of the mountain Lk 19:37 (s. κατάβασις). πρ. τῇ κεφαλῇ, τοῖς ποσίν at the head, at the feet J 20:12. τὰ πρ. ταῖς ῥίζαις the parts near the roots Hs 9, 1, 6; 9, 21, 1. In geographical designations Μαγνησία ἡ πρ. Μαιάνδρῳ Magnesia on the Maeander IMagnMai ins.—(Cp. the temporal use: πρὸς ἑσπέρᾳ ἐστίν it takes place at evening TestAbr B 2 p. 106, 7 [Stone p. 60]; cp. Just., D. 105, 3 and 5; 142, 1.)
    in addition to (Hom. et al.; Polyb., Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10; ins) πρὸς τούτοις (SIG 495, 105; 685, 70 and 100; 796 B, 30; 888, 35 al.; UPZ 26, 18; 25 [163 B.C.]; 2 Macc 4:9; 5:23; 9:17, 25; 14:4, esp. 12:2; Philo, Aet. M. 67 al.; Just., A I, 40, 5; D. 93, 4 al.) 1 Cl 17:1.
    w. acc. (pseudepigr. and apolog. throughout) marker of movement or orientation toward someone/someth.
    of place, pers., or thing toward, towards, to, after verbs
    α. of going; s. ἄγω 5, ἀναβαίνω 1aα, ἀνακάμπτω 1a, ἀπέρχομαι 1b, διαβαίνω, διαπεράω, εἴσειμι, εἰσέρχομαι 1bα, ἐκπορεύομαι 1c, also ἐπισυνάγομαι Mk 1:33, ἔρχομαι 1aβ, ἥκω 1d et al.—προσαγωγὴ πρὸς τὸν πατέρα Eph 2:18. εἴσοδος 1 Th 1:9a.
    β. of sending; s. ἀναπέμπω Lk 23:7, 15; Ac 25:21, ἀποστέλλω 1bα, πέμπω.
    γ. of motion gener.; s. βληθῆναι (βάλλω 1b), ἐπιστρέφω 1a, 4ab, κεῖμαι 2, πίπτω 1bαא and ב, προσκολλάω, προσκόπτω 1, προσπίπτω.
    δ. of leading, guiding; s. ἄγω 1a, ἀπάγω 2a and 4, also ἕλκω 2 end J 12:32, κατασύρω, etc.
    ε. of saying, speaking; s. ἀποκρίνομαι 1, also δημηγορέω Ac 12:21, εἶπον 1a, λαλέω 2aγ and 2b, λέγω 1bγ et al. Hebraistically λαλεῖν στόμα πρὸς στόμα speak face to face (Jer 39:4; ApcEsdr 6:6 p. 31, 10 Tdf.) 2J 12b; 3J 14 (cp. PGM 1, 39 τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα). πρὸς ἀλλήλους to one another, with each other, among themselves: s. ἀντιβάλλω, διαλαλέω, also διαλέγομαι Mk 9:34, διαλογίζομαι 8:16; Lk 20:14, εἶπον 24:32; J 16:17; 19:24, λαλέω, λέγω et al. πρὸς ἑαυτούς to themselves, to each other: s. διαλογίζομαι 1; εἶπον Mk 12:7; J 7:35; λέγω (Ps.-Callisth. 2, 15, 7 πρὸς ἑαυτὸν ἔλεγεν; Just., D. 62, 2) Mk 10:26; 16:3. διαθήκην ὁ θεὸς διέθετο πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ God made a covenant with your fathers, when he said to Abraham Ac 3:25 (διατίθημι 1). ὅρκον ὀμνύναι πρ. τινα (ὀμνύω, end) Lk 1:73.
    ζ. of asking, praying δέομαι Ac 8:24. εὔχομαι (s. εὔχομαι 1; cp. 2 Macc 9:13) 2 Cor 13:7. προσεύχομαι (cp. 1 Km 12:19; 2 Esdr 12: 4; 2 Macc 2:10) Hv 1, 1, 9. γνωρίζεσθαι πρὸς τὸν θεόν Phil 4:6 (γνωρίζω 1).—Also after nouns like δέησις, λόγος et al. Ro 10:1; 15:30; 2 Cor 1:18 al.
    of time near, at, or during (a certain time)
    α. denoting approach toward (X., Pla. et al.) πρὸς ἑσπέραν toward evening Lk 24:29 (so Just., D. 97, 1; s. ἑσπέρα).
    β. of temporal duration for πρὸς καιρόν for a time, for a while (καιρός 1a) Lk 8:13; 1 Cor 7:5. πρὸς καιρὸν ὥρας (καιρός 1a) 1 Th 2:17. πρὸς ὥραν for an hour, i.e. for a short time J 5:35; 2 Cor 7:8; Gal 2:5a; Phlm 15; MPol 11:2. πρὸς ὀλίγας ἡμέρας Hb 12:10. Also πρὸς ὀλίγον Js 4:14; GJs 19:2 (ὀλίγος 3). πρὸς τὸ παρόν for the present Hb 12:11 (πάρειμι 1b).
    α. with conscious purpose for, for the purpose of, on behalf of οὗτος ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθήμενος this was the one who sat (and begged) for alms Ac 3:10. πρὸς τὴν ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ Ro 3:26. τοῦτο πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον λέγω 1 Cor 7:35a; cp. 35b. ἐγράφη πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν 10:11. Cp. Ro 15:2; 1 Cor 6:5; 2 Cor 4:6; 7:3; 11:8; Eph 4:12.—W. acc. of the inf. (Polyb. 1, 48, 5; PRyl 69, 16; BGU 226, 22; Jer 34:10; 2 Macc 4:45; TestJob 45:4; Jos., Ant. 14, 170; 15, 148 al.; Just., D. 132, 1) πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις in order to be seen by men Mt 23:5; cp. 6:1. πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά 13:30. πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με 26:12. πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν εἰ δυνατὸν τοὺς ἐκλεκτούς Mk 13:22. πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι υἱοὺς Ἰσραήλ 2 Cor 3:13. Cp. Eph 6:11a; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Js 3:3 v.l.
    β. gener. of design, destiny (Demetr.[?]: 722 Fgm. 7 Jac. πρὸς τὴν κάρπωσιν; TestJob 42:7 τὰ πρὸς θυσίαν; Jos., Bell. 4, 573 τὸ πρ. σωτηρίαν φάρμακον) τῷ θεῷ πρὸς δόξαν for the glory of God 2 Cor 1:20 (on πρὸς δόξαν cp. SIG 456, 15; 704e, 21; 3 Macc 2:9; Just., A I, 15, 10 μηδὲν πρὸς δόξαν ποιεῖν). τῇ πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ 1 Pt 4:12.—After adjectives and participles for ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομήν Eph 4:29 (ἀγ. 1a) ἀδόκιμος Tit 1:16. ἀνεύθετος πρὸς παραχειμασίαν Ac 27:12. γεγυμνασμένος Hb 5:14. δυνατός 2 Cor 10:4. ἐξηρτισμένος 2 Ti 3:17. ἕτοιμος (q.v. b) Tit 3:1; 1 Pt 3:15. ἱκανός (q.v. 2) 2 Cor 2:16. ὠφέλιμος 1 Ti 4:8ab; 2 Ti 3:16.
    γ. of the result that follows a set of circumstances (so that) πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω everything is to be done in such a way that it contributes to edification 1 Cor 14:26; cp. vs. 12; Col 2:23 (but see eδ below); 1 Ti 4:7. ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν one who looks at a woman with sinful desire Mt 5:28, but s. eε below. λευκαί εἰσιν πρὸς θερισμόν they (the fields) are white, so that the harvest may begin J 4:35. αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστιν πρὸς θάνατον this disease is not of the kind that will lead to death 11:4. Cp. ἁμαρτία πρὸς θάνατον 1J 5:16f.
    of relationship (hostile or friendly), against, for
    α. hostile against, with after verbs of disputing, etc.; s. ἀνταγωνίζομαι, γογγύζω, διακρίνομαι (διακρίνω 5b), διαλέγομαι 1, πικραίνομαι (πικραίνω 2), στασιάζω, ἔστην (ἵστημι B3). ἐστίν τινι ἡ πάλη πρός Eph 6:12. ἔχειν τι πρός τινα have anything (to bring up) against someone Ac 24:19. μομφὴν ἔχειν πρός τινα Col 3:13. πρᾶγμα ἔχειν πρός τινα 1 Cor 6:1 (πρᾶγμα 4). ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους Ac 6:1. τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγεν πρὸς ὑμᾶς 2 Cor 6:11 (ἀνοίγω 7). ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς αὐτούς Lk 23:12. βλασφημίαι πρὸς τὸν θεόν Rv 13:6 (cp. TestJob 25:10 εἰπὲ ἓν ῥῆμα πρὸς τὸν θεόν). ἀσύμφωνοι πρ. ἀλλήλους unable to agree among themselves Ac 28:25 (Tat. 25, 2); cp. the structure of Col 2:23.
    β. friendly to, toward, with, before ἐργάζεσθαι τὸ ἀγαθόν Gal 6:10ab (ἐργάζομαι 2a). μακροθυμεῖν 1 Th 5:14. εἰρήνην ἔχειν πρὸ τὸν θεόν Ro 5:1 (s. εἰρήνη 2b). παρρησίαν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 1J 3:21; cp. 5:14. πίστιν ἔχειν πρὸς τ. κύριον Ἰ. Phlm 5. πεποίθησιν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 2 Cor 3:4. ἔχειν χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν Ac 2:47 (FCheetham, ET 74, ’63, 214f). πραΰτητα ἐνδείκνυσθαι Tit 3:2. ἐν σοφίᾳ περιπατεῖν Col 4:5. ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας 2 Ti 2:24.—After substantives: πίστις 1 Th 1:8 (cp. 4 Macc 15:24; Just., D. 121, 2); παρρησία 2 Cor 7:4; κοινωνία 6:14; συμφώνησις vs. 15 (cp. Is 7:2).
    to indicate a connection by marking a point of reference, with reference/regard to
    α. with reference to (Ocellus Luc. c. 42 πρὸς ἡμᾶς=with reference to us) ἔγνωσαν ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπεν they recognized that he had spoken the parable with reference to them Mk 12:12; Lk 20:19; cp. 12:41 (Vita Aesopi cod. G 98 P. οἱ Σάμιοι νοήσαντες πρὸς ἑαυτοὺς εἰρῆσθαι τοὺς λόγους; Just., D. 122, 3 ταῦτα … πρὸς τὸν χριστὸν … εἴρηται). ἔλεγεν παραβολὴν πρὸς τὸ δεῖν προσεύχεσθαι he told them a parable about the need of praying 18:1 (Just., D. 90, 5 σύμβολον … πρὸς τὸν χριστόν). οὐδεὶς ἔγνω πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ nobody understood with respect to what (= why) he said (this) to him J 13:28. πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν with reference to (i.e. because of) your perversity Mt 19:8; Mk 10:5 (Just., D. 45, 3). Cp. Ro 10:21a; Hb 1:7f. οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα he did not answer him a single word with reference to anything Mt 27:14 (s. ἀποκρίνομαι 1). ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Lk 14:6 (s. ἀνταποκρίνομαι). ἀπρόσκοπον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν θεόν have a clear conscience with respect to God Ac 24:16.
    β. as far as … is concerned, with regard to (Maximus Tyr. 31, 3b) πρὸς τὴν πληροφορίαν τῆς ἐλπίδος Hb 6:11. συνιστάνοντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων we are recommending ourselves as far as every human conscience is concerned = to every human conscience (πρός w. acc. also stands simply for the dative; s. Mayser II/2 p. 359) 2 Cor 4:2. τὰ πρὸς τὸν θεόν that which concerns God or as adverbial acc. with reference to what concerns God (Soph., Phil. 1441; X., De Rep. Lac. 13, 11; Ps.-Isocr. 1, 13 εὐσεβεῖν τὰ πρὸς τ. θεούς; SIG 204, 51f; 306, 38; Mitt-Wilck. I/2, 109, 3 εὐσεβὴς τὰ πρὸς θεούς; Ex 4:16; 18:19; Jos., Ant. 9, 236) Ro 15:17; Hb 2:17; 5:1. τὰ πρός τι that which belongs to someth.; that which is necessary for someth. (Plut., Mor. 109b; Jos., Ant. 12, 405 τὰ πρὸς τὴν μάχην; 14, 27; a standard term in state documents) τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν Lk 14:28 v.l. τὰ πρὸς εἰρήνην (TestJud 9) vs. 32; what makes for peace 19:42. Cp. Ac 28:10; 2 Pt 1:3.
    γ. elliptically τί πρὸς ἡμᾶς (sc. ἐστιν); what is that to us? Mt 27:4. τί πρὸς σέ; how does it concern you? J 21:22f (cp. Epict. 4, 1, 10 τί τοῦτο πρὸς σέ; Plut., Mor. 986b; Vi. Aesopi I 14 p. 265, 4 Eberh. τί πρὸς ἐμέ; ApcMos 11 οὐ πρὸς ἡμᾶς ἡ πλεονεξία σου).
    δ. in accordance with ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν Gal 2:14. πρὸς τὸ κένωμα in accordance with the emptiness Hm 11:3. πρὸς τὸ θέλημα in accordance w. the will Lk 12:47; Hs 9, 5, 2. πρὸς ἃ ἔπραξεν 2 Cor 5:10. πρὸς ὅ Eph 3:4.In comparison with, to be compared to (Pind., Hdt. et al.; Ps.-Luc., Halc. 3 πρὸς τὸν πάντα αἰῶνα=[life is short] in comparison to all eternity; Sir 25:19; TestJob 18:8; 23:8; Just., D. 19, 2 οὐδὲν … πρὸς τὸ βάπτισμα τοῦτο τὸ τῆς ζωῆς ἐστι; Tat. 29, 1 ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν) ἄξια πρός Ro 8:18 (RLeaney, ET 64, ’52f; 92 interprets Col 2:23 in the light of this usage). Cp. IMg 12.
    ε. expressing purpose πρὸς τό w. inf. (s. Mayser II/1 p. 331f) in order to, for the purpose of Mk 13:22; Ac 3:19 v.l. Perh. Mt 5:28 (s. cγ above).
    in adverbial expressions (cp. πρὸς ὀργήν = ὀργίλως Soph., Elect. 369; Jos., Bell. 2, 534. πρὸς βίαν = βιαίως Aeschyl., Prom. 208, 353, Eum. 5; Menand., Sam. 559 S. [214 Kö.]; Philo, Spec. Leg. 3, 3. πρὸς ἡδονήν Jos., Ant. 7, 195; 12, 398; Just., A II, 3, 2 πρὸς χάριν καὶ ἡδονὴν τῶν πολλῶν) πρὸς φθόνον prob.=φθονερῶς jealously Js 4:5 (s. φθόνος, where the lit. is given). πρὸς εὐφρασίαν w. joy AcPl Ox 6, 9f (cp. Aa 1 p. 241, 1 ὑπερευφραινομένη).
    by, at, near πρός τινα εἶναι be (in company) with someone Mt 13:56; Mk 6:3; 9:19a; 14:49; Lk 9:41; J 1:1f; 1 Th 3:4; 2 Th 2:5; 3:10; 1J 1:2. διαμένειν Ac 10:48 D; Gal 2:5b. ἐπιμένειν 1:18; 1 Cor 16:7. παραμένειν 16:6 (v.l. κατα-). μένειν Ac 18:3 D. παρεῖναι 12:20; 2 Cor 11:9; Gal 4:18, 20; cp. παρουσία πρὸς ὑμᾶς Phil 1:26. παρεπιδημεῖν 1 Cl 1:2. ἐποίησεν τρεῖς μῆνας πρὸς τὴν Ἐλισάβεδ GJs 12:3. πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα Mt 26:18b. Cp. also 2 Cor 1:12; 7:12; 12:21; 2 Th 3:1; Phlm 13; 1J 2:1; Hm 11:9b v.l.—πρὸς ἑαυτούς among or to themselves Mk 9:10 (in case πρὸς ἑ. belongs w. τὸν λόγον ἐκράτησαν; B-D-F §239, 1). πρὸς ἑαυτὸν προσηύχετο he uttered a prayer to himself Lk 18:11. Cp. 24:12.—δεδεμένον πρὸς θύραν tied at a door Mk 11:4. τὴν πᾶσαν σάρκα ἀνθρώπων πρὸς ἡδονὴν ἐδέσμευεν (Satan) bound all humankind to self-gratification AcPlCor 2:11. πρὸς τ. θάλασσαν by the seaside Mk 4:1b. On πρὸς τὸ φῶς at the fire Mk 14:54; Lk 22:56 s. B-D-F §239, 3; Rob. 625 (perh. w. the idea of turning toward the fire; s. also 4 Km 23:3). πρὸς ἓν τῶν ὀρέων at one of the mountains 1 Cl 10:7. τὰ πρὸς τὴν θύραν the place near the door Mk 2:2. πρὸς γράμμα letter by letter Hv 2, 1, 4.—On πρός τι terms s. PWouters, The Treatment of Relational Nouns in Ancient Grammar: Orbis 38, ’95, 149–78 (lit.). M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πρός

См. также в других словарях:

  • θεαθῆναι — θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (attic) θεᾱθῆναι , θεάομαι gaze at aor inf mp (doric aeolic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (attic) θεᾱθῆναι , θεάω gaze at aor inf pass (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… …   Dictionary of Greek

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — θεάθηκα 1. βλέπω: Ο νους θεάται τις ιδέες. – Θεάθηκε σε ύποπτο χώρο. 2. φρ., «για το θεαθήναι», για τα μάτια του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»