Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θᾰλασσό-πλαγκτος

См. также в других словарях:

  • θαλασσόπλαγκτος — θαλασσόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερό πλαγκτος, νυκτί πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • νοόπλαγκτος — νοόπλαγκτος, ον (Α) νοοπλανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος, ουρανό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • ορείπλαγκτος — ὀρείπλαγκτος και ὀρίπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στα όρη («Νύμφαι τ ὀρείπλαγκτοι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορει / ορι (βλ. λ. όρος [II]) + πλαγκτος (< πλαγκτός < πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • νυκτίπλαγκτος — νυκτίπλαγκτος, ον (Α) 1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο 2. (για ύπνο) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»