-
61 θερμοτέροιο
θερμόςhot: masc /neut gen comp sg (epic)θερμόςhot: masc /neut gen comp sg (epic) -
62 θερμοτέροις
θερμόςhot: masc /neut dat comp plθερμόςhot: masc /neut dat comp pl -
63 θερμοτέροισι
θερμόςhot: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)θερμόςhot: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic) -
64 θερμοτέροισιν
θερμόςhot: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)θερμόςhot: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic) -
65 θερμοτέρου
θερμόςhot: masc /neut gen comp sgθερμόςhot: masc /neut gen comp sg -
66 θερμοτέρους
θερμόςhot: masc acc comp plθερμόςhot: masc acc comp pl -
67 θερμοί
θερμόςhot: masc nom /voc plθερμόςhot: masc /fem nom /voc plθερμόωpres subj mp 2nd sgθερμόωpres ind mp 2nd sgθερμόωpres subj act 3rd sg -
68 θερμούς
θερμόςhot: masc acc plθερμόςhot: masc /fem acc pl -
69 θερμέ
θερμόςhot: masc voc sgθερμόςhot: masc /fem voc sg -
70 θερμόταται
θερμόςhot: fem nom /voc superl plθερμόςhot: fem nom /voc superl pl -
71 θερμότατε
θερμόςhot: masc voc superl sgθερμόςhot: masc voc superl sg -
72 θερμότατοι
θερμόςhot: masc nom /voc superl plθερμόςhot: masc nom /voc superl pl -
73 θερμότατος
θερμόςhot: masc nom superl sgθερμόςhot: masc nom superl sg -
74 θερμότερα
θερμόςhot: neut nom /voc /acc comp plθερμόςhot: neut nom /voc /acc comp pl -
75 θερμότεραι
θερμόςhot: fem nom /voc comp plθερμόςhot: fem nom /voc comp pl -
76 θερμότεροι
θερμόςhot: masc nom /voc comp plθερμόςhot: masc nom /voc comp pl -
77 θερμότερος
θερμόςhot: masc nom comp sgθερμόςhot: masc nom comp sg -
78 θερμαί
θερμόςhot: fem nom /voc pl -
79 θερμή
θερμόςhot: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
80 θερμήν
θερμόςhot: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμος — lupine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… … Dictionary of Greek
θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμά — θερμός hot neut nom/voc/acc pl θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc/acc dual θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc sg (doric aeolic) θερμός hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)