-
21 θερμός
[тэрмос] επ теплый, горячий. -
22 θερμός
1) chaleureux2) chaud -
23 θερμός
glowingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θερμός
-
24 παρά-θερμος
παρά-θερμος, sehr warm, allzuhitzig, verwegen, Plut. Comp. Pelop. et Marc. 3 u. a. Sp.
-
25 περί-θερμος
περί-θερμος, sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.
-
26 πολύ-θερμος
πολύ-θερμος, sehr warm od. heiß, Plut. Alex. 4.
-
27 φιλό-θερμος
φιλό-θερμος, Wärme liebend, Plut. Symp. 3, 2,1.
-
28 κατά-θερμος
κατά-θερμος, sehr warm, Schol. Pind. Ol. 3, 42.
-
29 εὔ-θερμος
-
30 διά-θερμος
διά-θερμος, sehr warm, Hippocr.; übertr., οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως, hitzig, Arist. rhet. 2, 12; καὶ ϑαῤῥαλέος Probl. 27, 3.
-
31 ἀπό-θερμος
ἀπό-θερμος, = ἄϑερμος, Aretaeus.
-
32 ἀκρό-θερμος
ἀκρό-θερμος, äußerst hitzig, Sp.
-
33 ὀλιγό-θερμος
ὀλιγό-θερμος, von wenig Wärme, Arist. part. an. 2, 7.
-
34 ὁμοιό-θερμος
ὁμοιό-θερμος, von ähnlicher Wärme, Tzetz.
-
35 ἄ-θερμος
ἄ-θερμος, ohne Wärme, Plat. Phaed. 106 a.
-
36 ὑπό-θερμος
ὑπό-θερμος, ein wenig warm, etwas hitzig, ὑποϑερμότερος πολέμιος Her. 6, 38; Luc. Calumn. 5.
-
37 ὑπέρ-θερμος
ὑπέρ-θερμος, übermäßig warm, heiß, Geopon.
-
38 ἔν-θερμος
-
39 termos
θερμός -
40 θερμότερον
θερμόςhot: adverbial compθερμόςhot: masc acc comp sgθερμόςhot: neut nom /voc /acc comp sgθερμόςhot: adverbial compθερμόςhot: masc acc comp sgθερμόςhot: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμος — lupine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… … Dictionary of Greek
θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμά — θερμός hot neut nom/voc/acc pl θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc/acc dual θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc sg (doric aeolic) θερμός hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)