Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θέρετρον

См. также в других словарях:

  • θέρετρον — summer abode neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • θέρετρο — το (Α θέρετρον) τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή νεοελλ. θερινή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα τρον παρεκτεταμένος τ. με ε (πρβλ. δέλ ετρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»