Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θέραψ

См. также в других словарях:

  • θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] …   Dictionary of Greek

  • θέραψ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέραπα — θέραψ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέραπας — θέραψ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέραπες — θέραψ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • θεράπιον — θεράπιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θέραψ* …   Dictionary of Greek

  • θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»