-
1 θεραπευτης
- οῦ ὅ1) почитатель, поклонник, тж. (священно)служитель(θεῶν Plat.)
2) пекущийся, строгий исполнитель(ὁσίων τε καὴ ἱερῶν Plat.)
3) слуга, прислужник, придворный, член свиты(Ἄρεως Plat.; οἱ ἀμφί τινα θεραπευταί Xen.)
4) ухаживающий, заботящийся(σώματος Plat.)
-
2 θεραπευτής
θεραπευτής, ὁ, der Diener, der Aufwartende; οἱ ἀμφὶ τὸν πάππον ϑεραπευταί Xen. Cyr. 1, 3, 7; οἱ περὶ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ϑεραπευτῆρες 7, 5, 65, wie Archyt. bei Ath. XII, 545 a; übh. Gefolge, Plut. Lyc. 11; der Wärter, Pfleger, σώματος Plat. Gorg. 517 e, τῶν καμνόντων Rep. I, 341 c; auch ϑεῶν καὶ γένους.καὶ πόλεως, der sie ehrt, Legg. V, 740 b, wie ὅσοι Ἄρεως ϑεραπευταί, Diener des Ares, Phaedr. 252 c, an das homerische ϑερά-ποντες Ἄρηος erinnernd. – Bei K. S. von den Mönchen u. Asketen.
-
3 θεραπευτής
θεραπευτήςone who serves the gods: masc nom sg -
4 θεραπευτής
θεραπευτής, ὁ, u. θεραπευτήρ, ῆρος, ὁ, der Diener, der Aufwartende; übh. Gefolge; der Wärter, Pfleger; ὅσοι Ἄρεως ϑεραπευταί, Diener des Ares; von den Mönchen u. Asketen -
5 θεραπευτής
ο, θεραπεύτρια η целитель, -ница, лекарь -
6 θεραπευτής
A one who serves the gods, worshipper, θ. Ἄρεως, θεῶν, Pl.Phdr. 252c, Lg. 740c; ὁσίων τε καὶ ἱερῶν ib. 878a;τοῦ καλοῦ Ph.1.261
; οἱ θ. worshippers of Sarapis or Isis, UPZ8.19 (ii B.C.), IG11(4).1226 (Delos, ii B.C.); title of play by Diphilus, ib.2.992ii9; name of certain ascetics, Ph.2.471; θ. ὁσιότητος, of the followers of Moses, ib. 177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευτής
-
7 θεραπευταί
θεραπευτήςone who serves the gods: masc nom /voc pl -
8 θεραπευτήν
θεραπευτήςone who serves the gods: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 θεραπευτά
θεραπευτά̱, θεραπευτήςone who serves the gods: masc nom /voc /acc dualθεραπευτήςone who serves the gods: masc voc sgθεραπευτήςone who serves the gods: masc nom sg (epic)θεραπευτόςthat may be fostered: neut nom /voc /acc pl -
10 θεραπευτηρ
-
11 θεραπευτάς
θεραπευτά̱ς, θεραπευτήςone who serves the gods: masc acc plθεραπευτά̱ς, θεραπευτήςone who serves the gods: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 Minister
subs.One who looks after anything: Ar. and P. ἐπιμελητής, ὁ, P. θεραπευτής, ὁ.Consul accredited to a foreign state: P. and V. πρόξενος, ὁ.Ministers, those in office: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασιν.——————v. trans.Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.).Show kindness to: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.).Minister to a god: P. θεραπεύειν (acc.), P. and V. λατρεύειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Minister
-
13 θεραπευτρίς
θεραπευτρίς, ίδος, ἡ, fem. zu ϑεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.
-
14 θεραπευτή
-
15 θεραπευτῇ
-
16 θεραπευταίς
-
17 θεραπευταῖς
-
18 θεραπευτού
θεραπευτήςone who serves the gods: masc gen sgθεραπευτόςthat may be fostered: masc /fem /neut gen sg -
19 θεραπευτοῦ
θεραπευτήςone who serves the gods: masc gen sgθεραπευτόςthat may be fostered: masc /fem /neut gen sg -
20 θεραπευτών
θεραπευτήςone who serves the gods: masc gen plθεραπευτόςthat may be fostered: masc /fem /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεραπευτής — one who serves the gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… … Dictionary of Greek
θεραπευτής — ο θηλ. θεραπεύτρια, η 1. αυτός που θεραπεύει, γιατρός. 2. ψευτογιατρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεραπευταῖς — θεραπευτής one who serves the gods masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευταί — θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτοῦ — θεραπευτής one who serves the gods masc gen sg θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῇ — θεραπευτής one who serves the gods masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτήν — θεραπευτής one who serves the gods masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῶν — θεραπευτής one who serves the gods masc gen pl θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
θεραπευτά — θεραπευτά̱ , θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc/acc dual θεραπευτής one who serves the gods masc voc sg θεραπευτής one who serves the gods masc nom sg (epic) θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)