-
1 θαμβος
1) изумлениеθ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT. — изумление охватило кого-л.;
τόλμης θ. Thuc. — поразительная отвага2) тж. pl. страх, потрясение, ужасθάμβει ἐκπλαγέντες Eur. — пораженные ужасом;ὑπ΄ αἰσχύνης τε καὴ θάμβους Plat. — от стыда и ужаса -
2 θάμβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θάμβος
-
3 θάμβος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θάμβος
-
4 θάμβος
το см. θάμπωμα 1, 2 -
5 θάμβος
ужас, страх, потрясение, изумление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θάμβος
-
6 θάμβος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θάμβος
-
7 εκθαμβος
2изумленный, пораженный(ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν πᾶς ὅ λαὸς ἔκθαμβοι NT.)
-
8 περιεχω
περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным -
9 περιισχω...
περιΐσχω...περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным -
10 2285
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2285
См. также в других словарях:
θαμβός — astonished masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — amazement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… … Dictionary of Greek
θάμβος — το βλ. θάμπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμβῶν — θάμβος amazement neut gen pl (attic epic doric) θαμβέω to be astounded pres part act masc nom sg (attic epic doric) θαμβός astonished fem gen pl θαμβός astonished masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβει — θάμβος amazement neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάμβεϊ , θάμβος amazement neut dat sg (epic ionic) θάμβος amazement neut dat sg θαμβέω to be astounded pres imperat act 2nd sg (attic epic) θαμβέω to be astounded imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβη — θάμβος amazement neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θάμβος amazement neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαμβέω to be astounded pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θαμβέω to be astounded imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβεα — θάμβος amazement neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβεε — θάμβος amazement neut nom/voc/acc dual (epic ionic) θαμβέω to be astounded pres imperat act 2nd sg (epic ionic) θαμβέω to be astounded imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβεος — θάμβος amazement neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)