Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θώψ

См. также в других словарях:

  • θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… …   Dictionary of Greek

  • θώψ — flatterer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπί — θώψ flatterer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπῶν — θώψ flatterer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπός — θώψ flatterer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῶπα — θώψ flatterer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῶπας — θώψ flatterer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῶπες — θώψ flatterer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῶπ' — θῶπα , θώψ flatterer masc acc sg θῶπε , θώψ flatterer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπεύω — (Α θωπεύω) [θωψ] 1. κολακεύω, καλοπιάνω 2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες 3. χαϊδεύω, χαϊδολογώ («θωπεύω ίππον») αρχ. 1. (για σκύλο) κάνω χαρές 2. (για ασθένεια) κατευνάζω 3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις …   Dictionary of Greek

  • θωπικός — θωπικός, ή, όν (Α) [θωψ] θωπευτικός*. Επίρ. θωπικῶς (Α) θωπευτικώς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»