Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θώρακας

См. также в других словарях:

  • θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • θώρακας — ο γεν. πληθ. θωράκων 1. στήθος, το μέρος του σώματος στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες και η καρδιά: Ακτινογραφία θώρακα. 2. το μεσαίο από τα τρία τμήματα του σώματος του εντόμου. 3. είδος αμυντικού όπλου για την προστασία του στήθους. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώρακας — θώρᾱκας , θώραξ corslet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… …   Dictionary of Greek

  • εσωλούρικον — ἐσωλούρικον, τὸ (Μ) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + λουρίκιον < λατ. lorica «θώρακας»] …   Dictionary of Greek

  • κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόστρακα — (leptostraca). Τάξη θαλάσσιων, μαλακόστρακων μαλακίων με σώμα μήκους 1 4 εκ. Ο θώρακας και το μπροστινό τμήμα της κοιλιάς τους είναι σκεπασμένα από δίθυρο θυρεό, ο οποίος αποτελεί τύπο χιτινώδους περιβλήματος και δεν συμφύεται με τα θωρακικά… …   Dictionary of Greek

  • λουρίκι — το (Μ λουρίκιον) μετάλλινος θώρακας τών Βυζαντινών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίκιον < λωρίκιον, με κώφωση < λατ. lorica «θώρακας»] …   Dictionary of Greek

  • λωρίκα — λωρῑκα, ἡ (Α) λωρίκιον*, θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lorica «θώρακας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»