-
1 панцирь
-я α.θώρακας• πανοπλία•панцирь воина ο θώρακας του πολεμιστή•
панцирь паравбза, корабля θώρακας ατμομηχανής τρένου, καραβιού.
|| (για ζώα) προστατευτικό κάλυμμα•панцирь черепахи το προστατευτικό όστρακο της χελώνας.
-
2 грудной
-
3 клетка
клетка ж 1) (для птиц и животных) το κλουβί* η κλούβα (большая ) 2) (на бумаге, материи ) το καρρώ в \клеткау καρρώ 3) бцол. το κύτταρο ◇ грудная \клетка о θώρακας* * *ж1) ( для птиц и животных) το κλουβί; η κλούβα ( большая)2) (на бумаге, материи) το καρρώв кле́тку — καρρώ
3) биол. το κύτταρο••грудна́я кле́тка — ο θώρακας
-
4 броня
-и (-и) θ.1. παλ. θώρακας πολεμιστή.2. θώρακας πλοίου.3. προορισμός για ορισμένη χρήση, εξασφάλιση. -
5 броня
1. (защитная обшивка) о θώραξ, ο θώρακας, η θωράκιση 2. (закрепление кого-, что-л. за кем-, чем-л.) η εξασφάλιση Закрепление) тех. η (προ)εξασφάλιση 4. (кабельная) о προστατευτικός οπλισμός καλωδίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > броня
-
6 клетка
1. (помещение для животных, птиц) το κλουβί, ο κλωβός 2. (четырёхугольник, изображённый на поверхности чего-л.) το τετράγωνο, (тетрадный) το καρό, το τετραγωνάκι 3. биол. το κύτταρ/ο 4. мор. το υποστήριγμα του δεξαμενισμού, разг. το βάζο 5. (грудная) анат. о θώρακας 6. (лестничная) το πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клетка
-
7 панцирь
1. (ист.) о θώρακας, η πανοπλία 2. (черепахи) το καύκαλο, το καβούκι, το κέλυφος, το καυκί, ο καύκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панцирь
-
8 грудь
грудь ж το στήθος ο θώ ρακας (грудная клетка)' кормить \грудью βυζαίνω* * *жτο στήθος; ο θώρακας ( грудная клетка)корми́ть грудью — βυζαίνω
-
9 броия
брои||яж1. воен. ὁ θώρακας, ἡ θωράκιση [-ις]:закованный в \броияκ> (τε)θωρακι-σμένος;2. ист. ἡ πανοπλία, ἡ ἀρματωσιά. -
10 грудной
грудн||ойприл στηθικός, θωρακικός:\груднойая полость ἡ θωρακική κοιλότητα· \груднойая клетка ὁ θώρακας [-αξ]· \груднойа́я железа ὁ μαστός· \грудной ребенок τό νήπιο, τό βρέφος, τό μωρό, τό βυζανιάρικο· ◊ \грудной голос ἡ βαθειά φωνή· \груднойая жаба мед. ἡ στηθάγχη, ἡ στενοκαρδία. -
11 грудь
груд||ьж1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι. -
12 клетка
клет||каж1. (для птиц, зверей) τό κλουβί, τό κλωβίο[ν], ὁ κλωβός / τό κοτέ-τσι, τό κουμάσι (большая, для домашних птиц)·2. (на бумаге, материи и т. п.) τό τετραγωνάκι, τό καρρό:материя в \клеткаку τό ὕφασμα καρρό·3. биол. τό κύτταρο[ν]·4. (дроз и т. п.) ἡ τετράγωνη στοίβα ξύλων ◊ грудная \клетка анат. ὁ θώρακας [-αξ]· лестничная \клетка τό κούφωμα τής σκάλας. -
13 щиток
щитокм1. уменьш. ἡ πινακίδα [-ίς]·2. тех. ὁ πίνακας·3. (у насекомых) ὁ θώρακας [-αξ] (των ἐντόμων)·4. бот. (соцветие) ὁ κόρυμβος. -
14 броня
[μπρανγιά] ουσ. θ. θώρακας -
15 грудь
[γκρούτ'] ουσ. θ. στήθος, θώρακας -
16 броня
[μπρανγιά] ουσ θ θώρακας -
17 грудь
[γκρούτ'] ουσ θ στήθος, θώρακας -
18 грудной
επ.στηθικός, θωρακικός•-ая клетка ο θώρακας•
-ая полость θωρακική κοιλότητα•
-ые мышцы θωρακικοί μύες (στερνώνες)•
-ая чахотка φυματίωση των πνευμόνων•
грудной возраст βρεφική ηλικία•
грудной ребенок βρέφος, βυζανιάρικο.
εκφρ.грудной голос – βαθιά φωνή•- ия жаба – παλ. στηθάγχη. -
19 грудь
-и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.1. στήθος, στέρνο• θώρακας.2. μαστός, βυζί, στήθος•кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•
дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•
отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.
3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.εκφρ.грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•- ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας). -
20 кираса
-ы θ.1. θώρακας (στήθους και νώτων).2. παλ. εξαρτήματα στολής παρέλασης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
θώρακας — ο γεν. πληθ. θωράκων 1. στήθος, το μέρος του σώματος στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες και η καρδιά: Ακτινογραφία θώρακα. 2. το μεσαίο από τα τρία τμήματα του σώματος του εντόμου. 3. είδος αμυντικού όπλου για την προστασία του στήθους. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρακας — θώρᾱκας , θώραξ corslet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… … Dictionary of Greek
εσωλούρικον — ἐσωλούρικον, τὸ (Μ) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + λουρίκιον < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek
κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… … Dictionary of Greek
λεπτόστρακα — (leptostraca). Τάξη θαλάσσιων, μαλακόστρακων μαλακίων με σώμα μήκους 1 4 εκ. Ο θώρακας και το μπροστινό τμήμα της κοιλιάς τους είναι σκεπασμένα από δίθυρο θυρεό, ο οποίος αποτελεί τύπο χιτινώδους περιβλήματος και δεν συμφύεται με τα θωρακικά… … Dictionary of Greek
λουρίκι — το (Μ λουρίκιον) μετάλλινος θώρακας τών Βυζαντινών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίκιον < λωρίκιον, με κώφωση < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek
λωρίκα — λωρῑκα, ἡ (Α) λωρίκιον*, θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek