Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βυζαίνω

  • 1 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 2 грудь

    грудь ж το στήθος ο θώ ρακας (грудная клетка)' кормить \грудью βυζαίνω
    * * *
    ж
    το στήθος; ο θώρακας ( грудная клетка)

    корми́ть грудью — βυζαίνω

    Русско-греческий словарь > грудь

  • 3 сосать

    сосать βυζαίνω, πιπιλίζω
    * * *
    βυζαίνω, πιπιλίζω

    Русско-греческий словарь > сосать

  • 4 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 5 насосать

    -осу, -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насосанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απορροφώ, πιπιλίζω, Βυζαίνω.
    2. αντλώ, τρομπάρω, γεμίζω τρομπάροντας.
    3. βλάπτω βυζαίνοντας•

    насосать грудь βλάπτω το στήθος (μαστούς) βυζαίνοντας πολύ.

    1. βυζαίνω πολύ ή ώσπου χορταίνω•

    ребёнок -лся молока το βρέφος χόρτασε (να βυζαίνει) γάλα.

    2. μτφ. ρουφώ, τραβώ, σουρώνω, μεθώ.

    Большой русско-греческий словарь > насосать

  • 6 поить

    пою, поишь ρ.σ.μ. ποτίζω, δίνω να πιει•

    на свадьде -ли гостей вином στο γάμο τους καλεσμένους τους πότισαν κρασί•

    поить скот ποτίζω τα ζώα.

    || προσφέρω•

    поить чаем προσφέρω τσάι.

    || βυζαίνω•

    поить телят βυζαίνω τα μοσχαράκια.

    || αρδεύω•

    дождь -ит землю η βροχή ποτίζει τη γη.

    εκφρ.
    — (и) кормить – συντηρώ, διατρέφω.

    Большой русско-греческий словарь > поить

  • 7 сусолить

    ρ.δ.μ. (απλ.).
    1. ρουφώ, βυζαίνω•

    сусолить палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    2. λερώνω•

    -фартук λερώνω την ποδιά.

    3. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου.
    λερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > сусолить

  • 8 выкармливать

    выкармливать
    несов τρέφω, θρέφω, μεγαλώνω (о животных)/ θηλάζω, γαλουχώ, βυζαίνω (грудью).

    Русско-новогреческий словарь > выкармливать

  • 9 засосать

    засосать
    сов
    1. (начать сосать) παίρνω τό βυζί, ἀρχίζω νά βυζαίνω·
    2. см. засасывать.

    Русско-новогреческий словарь > засосать

  • 10 кормить

    корм||и́ть
    несов
    1. (питать) τρέφω, θρέφω, σιτίζω/ ταγίζω, ταίζω (чаще животных):
    \кормить досыта ταίζω χορταστικά· \кормить на убой разг τρέφω γιά σφάξιμο·
    2. (грудью) θηλαζω, γαλουχώ, βυζαίνω·
    3. (содержать) διατρέφω, συντηρώ, διατηρώ:
    \кормить всю семью συντηρώ ὀλη τή οἰκο-γένεια· ◊ \кормить обещаниями τρέφω μέ ὑποσχέσεις· соловья ба́снями не кормят погов. νηστικό ἀρκοϋδι δέν χορεύει.

    Русско-новогреческий словарь > кормить

  • 11 обсасывать

    обсасывать
    несов πιπιλίζω, βυζαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > обсасывать

  • 12 сосать

    сосать
    несов ἐκμυζώ, πιπιλίζω:
    \сосать грудь θηλάζω, βυζαίνω· ◊ у меня сосет под ложечкой αίσθάνομαι δάγκωμα στό στομάχι.

    Русско-новогреческий словарь > сосать

  • 13 всосать

    всосу, всосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всосанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ροφώ, ρουφώ, αναρροφώ, μυζώ., βυζαίνω, τραβώ•

    всосать влагу из почвы τραβώ υγρασία από το έδαφος.

    εκφρ.
    всосать с молоком (матери) – αφομοιώνω από μικρός.
    ρουφιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > всосать

  • 14 выкормить

    -млю, -мишь ρ.σ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, μεγαλώνω. || θηλάζω, βυζαίνω.
    2. ταίζω καλά.
    ταΐζομαι καλά, χορταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > выкормить

  • 15 высосать

    -осу, -осешь
    ρ.σ.μ.
    ροφώ•

    высосать сок из апельсина,ροφώ το χυμό του πορτοκαλιού.

    || μτφ. απομυζώ, ξ’έζουμίζω, εξαντλώ (οικονομικά).
    εκφρ.
    высосать все соки – ξεζουμίζω, κατεξαντλώ, ρουφώ το αίμα•
    высосать из пальца – βυζαίνω το δάχτυλο, μωρολογώ, λέγω στα κουτουρού, απερίσκεπτα.

    Большой русско-греческий словарь > высосать

  • 16 грудь

    -и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. στήθος, στέρνο• θώρακας.
    2. μαστός, βυζί, στήθος•

    кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•

    дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•

    отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.

    3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.
    εκφρ.
    грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•
    - ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•
    стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας).

    Большой русско-греческий словарь > грудь

  • 17 обсасывать

    ρ.δ.
    βλ. обсосать.
    βυζαίνω, πιπιλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > обсасывать

  • 18 обсосать

    госу
    -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсосанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βυζαίνω, πιπιλίζω.
    2. μτφ. (απλ.) απομυζώ, ξεκοκκαλίζω•

    обсосать газету ξεκοκκαλίζω την εφημερίδα.

    Большой русско-греческий словарь > обсосать

  • 19 прокормить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. кормить (2 σημ.).
    2. ξοδεύω, τελειώνω την τροφή.
    3. θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    ребнка целый час θηλάζω το βρέφος μια ολόκληρη ώρα.

    συντηρούμαι, τρέφομαι, σιτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прокормить

  • 20 пропаивать

    ρ.δ.
    βλ. пропаять (1 σημ.).
    συγκολλιέμαι (για μέταλλα).
    ρ.δ.
    βλ. пропоить.
    1. ξοδεύω στο κρασί.(στο πιοτί).
    2. βυζαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > пропаивать

См. также в других словарях:

  • βυζαίνω — βυζαίνω, βύζαξα βλ. πίν. 116 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • βυζαίνω — αξα, άχτηκα, βυζαγμένος 1. μτβ., θηλάζω κάποιον: Η σκύλα βυζαίνει τα κουτάβια της. 2. αμτβ., θηλάζω: Βυζαίνει το μωρό της εδώ και οχτώ μήνες. 3. ρουφώ, πιπιλίζω: Τα παιδιά βυζαίνουν τα γλειφιτζούρια. 4. αποσπώ συστηματικά οφέλη από κάποιον,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυζαστής — και βυζαχτής, ο 1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει 2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω] …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αβύζαχτος — η, ο [βυζαίνω] αυτός που δεν τόν θήλασαν, αθήλαστος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»