Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θώπ-τω

См. также в других словарях:

  • θῶπ' — θῶπα , θώψ flatterer masc acc sg θῶπε , θώψ flatterer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαράκι — το, Ν [ποδάρι] 1. μικρό πόδι 2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι 3. πληθ. τα ποδαράκια πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»