-
1 θύννα
-
2 θυννάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννάζω
-
3 θύνναξ
-
4 θυννάς
-
5 θυνναῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυνναῖος
-
6 θύννειος
A of the tunny-fish, ταρίχη θ. pickled tunny, Hices. ap. Ath.3.116e; τὸ θ. (sc. κρέας) Clearch.65; τὰ θ. (sc. κρέα) Ar.Eq. 354.II [full] θυννεῖον, τό, tunny-fishery, IG4.752.7 (Troezen, pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύννειος
-
7 θυννευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννευτικός
-
8 θυννίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννίζω
-
9 θυννίς
A young female tunny, prob. l. in Hippon.35.2, Epich.74, Cratin. 161, Stratt.12, Archestr.Fr.37.1, Arist.HA 543a9, al. -
10 θυννίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννίτης
См. также в других словарях:
κατοχίτης — κατοχίτης, ὁ (Α) φρ. «κατοχίτης λίθος» είδος λίθου με μαγνητικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοχή ή κάτοχος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης, θυνν ίτης)] … Dictionary of Greek
κλώναξ — κλῶναξ, ὁ (AM) μικρός κλώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. αξ (πρβλ. θύνν αξ, σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek