Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θωρακεῖον

См. также в других словарях:

  • θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… …   Dictionary of Greek

  • θωρακεῖον — θωρᾱκεῖον , θωρακεῖον breastwork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακεῖα — θωρᾱκεῖα , θωρακεῖον breastwork neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακείοις — θωρᾱκεί̱οις , θωρακεῖον breastwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»