Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θωπεύει

См. также в других словарях:

  • θωπεύει — θωπεύω flatter pres ind mp 2nd sg θωπεύω flatter pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… …   Dictionary of Greek

  • θώπαξ — θῶπαξ, ώπακος ὁ (Α) αυτός που θωπεύει τις αδυναμίες, ο κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωψ*, πιθ. κατά το κόλαξ] …   Dictionary of Greek

  • λασκάζει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάσκω κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα …   Dictionary of Greek

  • θωπεύω — θώπευσα 1. χαϊδεύω: θώπευσε τα μαλλιά της. 2. κολακεύω: Θωπεύει τους ισχυρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»