-
1 θωπεύει
θωπεύωflatter: pres ind mp 2nd sgθωπεύωflatter: pres ind act 3rd sg -
2 λασκάζει
λασκάζει· φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λασκάζει
-
3 λάσκω
Grammatical information: v.Meaning: `ring, rattle' (only λᾰκεῖν), `crash' (- ληκέω), (λᾱκέω), `shout, scream, speak loudly'; on the meaning Björck Alpha impurum 280 ff. (A., E., Ar.).Other forms: Lengthened λασκάζει φλυαρεῖ, θωπεύει H., ἐπι-ληκέω (θ 379), (δια-)λᾱκέω (Ar. Nu. 410, Theoc., Act. Ap. 1, 18), λᾰκάζω (A.), also λάω in ( ὀξὺ) λάων? (cf. s.v.), aor. λᾰκεῖν (Il., trag.), λελᾰκέσθαι (h. Merc.), λᾰκῆσαι (Ar. Pax 382), -λᾱκῆσαι (Ar. Nu. 410), fut. λακήσομαι (Ar. Pax 381,384), perf. λέληκα (X 141), λέλᾱκα (A. in lyr., E., Ar.).Derivatives: 1. From λακεῖν: λάκος ἦχος, ψόφος; λακερόν ἠχαῖον (cod. εἰκαῖον) H., λακέρυζα `screaming' ( κορώνη Hes.; also κύων, second. - ζος; Schwyzer 473 472 A. 3) with λακερύζω, - ομαι (EM, H., Phot., Suid.), but s. on λαγκύζεσθαι; λακέτᾱς (λᾱκ-?) `kind of cicada' (Ael.; cf. Gil Emer. 25,318); λάκημα `fragment' (cf. Björck 282; at least partly to λακίς, s. v.). 2. From ληκέω, λᾱκέω: Λακητήρ spit of land of Kos (Fraenkel Nom. ag. 1, 162); here also Ληκήτρια f. name of a goddess (Lyc. 1391) after Schwyzer RhMus. 75, 448 (codd. Ληκτηρ-); ληκητής `cryer' and λᾱκεδόνες f. pl. `bawling' (Timo). To the old pair λᾰκεῖν: λέλᾱκα, - ηκα (cf. κρᾰγεῖν κέκρᾱγα a. o.) the other forms were created: to λᾰκεῖν: λάσκω (from *λάκ-σκω; cf. below), λᾰκάζω, λᾰκῆσαι, λελᾰκέσθαι (old?); to λέλᾱκα, - ηκα: λᾱκέω, ληκέω, λᾱκῆσαι, perhaps also λάω (s.v.); λακήσομαι allows both interpretations as the quantity is uncertain.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connections outside Greek. Jokl Untersuchungen 205 compares Alb. laikatis `flatter, persuade'. Without the κ ( λάσκω = λά-σκω) doubting W. P. Schmid IF 62, 238 n. 68; unconvincing) we can connect the words discussed sub λῆρος. WP. 2, 376 f., Pok. 658 f.(?), also W.-Hofmann s. loquor. - Root speculations in Ammer Sprache 2, 210.Page in Frisk: 2,88-89Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσκω
См. также в других словарях:
θωπεύει — θωπεύω flatter pres ind mp 2nd sg θωπεύω flatter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… … Dictionary of Greek
θώπαξ — θῶπαξ, ώπακος ὁ (Α) αυτός που θωπεύει τις αδυναμίες, ο κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωψ*, πιθ. κατά το κόλαξ] … Dictionary of Greek
λασκάζει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάσκω κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα … Dictionary of Greek
θωπεύω — θώπευσα 1. χαϊδεύω: θώπευσε τα μαλλιά της. 2. κολακεύω: Θωπεύει τους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)