См. также в других словарях:
θωάω — θωάω, δελφ. τ. θωέω και κρητ. τ. θωαίω (Α) [θωή] επιγρ. επιβάλλω ποινή, επιβάλλω πρόστιμο … Dictionary of Greek
θωάω — θωάω, δελφ. τ. θωέω και κρητ. τ. θωαίω (Α) [θωή] επιγρ. επιβάλλω ποινή, επιβάλλω πρόστιμο … Dictionary of Greek