-
1 θυωρίς
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch, τράπεζα πέμματα ἔχουσα Poll. 4, 123, auch ϑεωρίς. Vgl. ϑυωρός.
-
2 θυωρίς
θυωρίςa table for offerings: fem nom sg -
3 θυωρίς
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch -
4 θυωρίς
-
5 θυωρός
A taking care of offerings: as Subst. (sc. τράπεζα),= θυωρίς, Call.Dian. 134, BCH 11.161 ([place name] Lagina);οἱ θεοὶ τὴν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecyd.Syr. 12
. -
6 θυωρός
Grammatical information: m.Meaning: `offer-table,`ἱερὰ τράπεζα' (Pherekyd. Syr., Call.),Other forms: also θυωρίς f. (Poll.).Derivatives: θυωρίτης τραπεζίτης H., metaph. Lyc. 93 (cf. Redard Les noms grecs en - της 40); θυωρία `offerfeast, meal' (Didyma), θυωρεῖσθαι εὑωχεῖσθαι H.Etymology: From *θυο-Ϝωρός (cf. θυωρόν τράπεζαν την τὰ θύη φυλάσσουσαν H.), Güntert Götter und Geister 120, s. also θυρωρός (but θυο- is difficult). Through association with θεός, θεωρία etc. arose the notations θεωρίς, θεωρία (Poll., Didyma, Rom.empire). - Diff. Kalén Quaest. gramm. graecae 11f.: θυω- \> θεω- phonetically conditioned; θυωρός \< *θυ-ᾱϜορος to ἀείρω (cf. μετέωρος a. o.)[improbable]. (Not from *θυε-ωρος, with impossible form *θυε-, DELG.)Page in Frisk: 1,699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυωρός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий