1 θυωρίς
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch, τράπεζα πέμματα ἔχουσα Poll. 4, 123, auch ϑεωρίς. Vgl. ϑυωρός.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > θυωρίς
2 θυωρίς
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > θυωρίς
θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] … Dictionary of Greek
θυωρίς — a table for offerings fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)