-
1 θυσανωτός
-
2 θυσανωτός
θυσανωτός, mit Troddeln, Quasten versehen
См. также в других словарях:
θυσανωτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός … Dictionary of Greek
θυσανωτός — ή, ό αυτός που μοιάζει με θύσανο ή έχει θυσάνους: Θυσανωτή ουρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσανωτά — θυσανωτός neut nom/voc/acc pl θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc/acc dual θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανωτῶν — θυσανωτός fem gen pl θυσανωτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανωτόν — θυσανωτός masc acc sg θυσανωτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανωτούς — θυσανωτός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… … Dictionary of Greek
εκπαππούμαι — ἐκπαπποῡμαι ( όομαι) (Α) (για καρπό) γίνομαι θυσανωτός, βγάζω θύσανο (πάππο) … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
καλάσιρις — καλάσιρις, ἡ (Α) 1. μικρός λινός θυσανωτός χιτώνας τών Αιγυπτίων 2. (ως κύριο ὸν) Καλάσιρις, ἡ τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αιγυπτιακής μεν προελεύσεως, αλλά αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek