-
1 θυρη-βόλος
θυρη-βόλος, = τέκτων, Suid.
-
2 θυρηβόλος
θῠρη-βόλος· τέκτων, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρηβόλος
См. также в других словарях:
μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] … Dictionary of Greek