-
1 θυνναζω
прокалывать (ловить) тунцов острогойθ. ἐς τοὺς θυλάκους Arph. досл. — пронзать шальвары (бегущих противников), перен. преследовать по пятам
См. также в других словарях:
θυννάζω — (Α) [θύννος] 1. χτυπώ τόνο με καμάκι, καμακώνω 2. μτφ. κεντρίζω, κεντώ … Dictionary of Greek
θυννῶν — θυννάζω spear a tunny fish fut part act masc voc sg θυννάζω spear a tunny fish fut part act neut nom/voc/acc sg θυννάζω spear a tunny fish fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννάζοντες — θυννάζω spear a tunny fish pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννίζω — (Α) [θύννος] βλ. θυννάζω … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek