-
1 θυννείον
-
2 θυννεῖον
-
3 θύννειον
θύννειοςof the tunny-fish: masc acc sgθύννειοςof the tunny-fish: neut nom /voc /acc sg -
4 θύννειος
-
5 θυννεία
-
6 θυννεῖα
-
7 θυννείου
θύννειοςof the tunny-fish: masc /neut gen sgθυννεῖονof the tunny-fish: neut gen sg -
8 θυννείων
θύννειοςof the tunny-fish: fem gen plθύννειοςof the tunny-fish: masc /neut gen plθυννεῖονof the tunny-fish: neut gen pl -
9 θύννειος
A of the tunny-fish, ταρίχη θ. pickled tunny, Hices. ap. Ath.3.116e; τὸ θ. (sc. κρέας) Clearch.65; τὰ θ. (sc. κρέα) Ar.Eq. 354.II [full] θυννεῖον, τό, tunny-fishery, IG4.752.7 (Troezen, pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύννειος
См. также в других словарях:
θυννεῖον — of the tunny fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννειον — θύννειος of the tunny fish masc acc sg θύννειος of the tunny fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννεῖα — θυννεῖον of the tunny fish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννείο — το (Α θυννεῑον) [θύννος] τόπος ή θέση κατάλληλα για το ψάρεμα τόν(ν)ων ή άλλων μεταναστευτικών ψαριών … Dictionary of Greek
θύννειος — θύννειος, α, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θύννο, στον τόν(ν)ο 2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) τὸ θύννειον (ενν. κρέας) και τα θύννεια (ενν. κρέα) η σάρκα τού τόν(ν)ου 3. φρ. «ταρίχη θύννεια» κρέας τόν(ν)ου που διατηρείται με… … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek
θυννείου — θύννειος of the tunny fish masc/neut gen sg θυννεῖον of the tunny fish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννείων — θύννειος of the tunny fish fem gen pl θύννειος of the tunny fish masc/neut gen pl θυννεῖον of the tunny fish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)