-
1 θριπηδεστος
2 и 3изъеденный древоточцами, источенный червями(ξύλον Theophr.)
σφραγίδια θριπήδεστα Arph. или σφραγῖδες θριπήδεστοι Luc. — печати из червоточного дерева (рисунок червоточины, всегда своеобразный, с трудом поддавался подделке) -
2 θριπήδεστος
A worm-eaten,ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3
, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but- οι 1629.328
.2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th. 427, cf. Sch.3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to - έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a [comp] Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριπήδεστος
-
3 θρῑπήδεστος
θρῑπ-ήδεστος, wurmstichig; σφραγῖδες, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht; ξύλα ὑπὸ ϑριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt -
4 θριπήδεστον
θριπήδεστοςworm-eaten: masc /fem acc sgθριπήδεστοςworm-eaten: neut nom /voc /acc sg -
5 θριπηδέστοις
θριπήδεστοςworm-eaten: masc /fem /neut dat pl -
6 θριπηδέστους
θριπήδεστοςworm-eaten: masc /fem acc pl -
7 θριπηδέστων
θριπήδεστοςworm-eaten: masc /fem /neut gen pl -
8 θριπήδεστα
θριπήδεστοςworm-eaten: neut nom /voc /acc pl -
9 θριπήδεστ'
θριπήδεστα, θριπήδεστοςworm-eaten: neut nom /voc /acc plθριπήδεστε, θριπήδεστοςworm-eaten: masc /fem voc sg -
10 θριπώδης
θρῑπώδης, ες,A full of wood-worms, in [comp] Sup.-έστατον, ξύλον Thphr. HP3.8.5
vulg.; θριπηδέστατον cod. Urb. (v. θριπήδεστος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριπώδης
См. также в других словарях:
θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
θριπήδεστον — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc sg θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριπηδέστοις — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριπηδέστους — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριπηδέστων — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριπήδεστα — θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριπήδεστ' — θριπήδεστα , θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl θριπήδεστε , θριπήδεστος worm eaten masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)