Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θρῑπήδεστος

См. также в других словарях:

  • θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • θριπήδεστον — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc sg θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστοις — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστους — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστων — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπήδεστα — θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπήδεστ' — θριπήδεστα , θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl θριπήδεστε , θριπήδεστος worm eaten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»