-
1 θρανίτης
A rower on the topmost of the three benches in a trireme, Th.6.31, Ar.Ach. 162, cf. Sch.Ar.Ra. 1106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρανίτης
См. также в других словарях:
λασανίτης — λασανίτης, ὁ (Α) αυτός που φέρει λάσανα, δηλ. έδρες για αποπάτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θραν ίτης, σκην ίτης)] … Dictionary of Greek