-
1 θρομβ-ώδης
θρομβ-ώδης, ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
-
2 θρομβώδης
θρομβ-ώδης, ες, zu Klumpen geronnen
См. также в других словарях:
θρομβάση — η χημ. η θρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombase < thromb (πρβλ. θρόμβ ος) + ase] … Dictionary of Greek
θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του … Dictionary of Greek