-
1 θριαμβεύω
θριαμβεύω, triumphiren, einen Triumph halten, ἀπό τινος, Plut. Rom. 25; τεϑριάμβευκα Ant. 841 κατὰ τῆς πατρίδος Cor. 35; ἐπὶ νίκῃ Hdn. 3, 9, 1; ϑρίαμβον Plut. Fab. 23; τοὺς βασιλεῖς, über die Könige, Rom. et Thes. 4, wie N. T.; pass., ὑπό τινος, von Jem. im Triumph aufgeführt werden, Plut. Coriol. 35 Anton. 84.
-
2 θριαμβεύω
θριαμβεύω, triumphieren, einen Triumph halten; τοὺς βασιλεῖς, über die Könige; pass., ὑπό τινος, von j-m. im Triumph aufgeführt werden -
3 συν-θριαμβεύω
συν-θριαμβεύω, mit triumphiren, τινὶ ἀπό τινος, Plut. Mar. 44 Lucull. 36.
-
4 δια-θριαμβεύω
δια-θριαμβεύω, triumphiren, ϑρίαμβον App. Pun. 135.
-
5 διαθριαμβεύω
-
6 συνθριαμβεύω
См. также в других словарях:
θριαμβεύω — triumph pres subj act 1st sg θριαμβεύω triumph pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύω — θριαμβεύω, θριάμβευσα και θριάμβεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θριαμβεύω — (ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος] νεοελλ. μσν. 1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη 2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές») |[μσν. θριαμβολογώ μσν. αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά 2. αποκαλύπτω τη δύναμη… … Dictionary of Greek
θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβεύσει — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg (epic) θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσουσι — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd pl (epic) θριαμβεύω triumph fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσω — θριαμβεύω triumph aor subj act 1st sg θριαμβεύω triumph fut ind act 1st sg θριαμβεύω triumph aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσῃ — θριαμβεύω triumph aor subj mid 2nd sg θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθριαμβευμένα — θριαμβεύω triumph perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβευθέντα — θριαμβεύω triumph aor part pass neut nom/voc/acc pl θριαμβεύω triumph aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβευομένων — θριαμβεύω triumph pres part mp fem gen pl θριαμβεύω triumph pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)